Η Ψυχολογία στη… Φυλακή:(A)


ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ  

ΣΧΟΛΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΦΥΛΑΞΗΣ ΚΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΗΣΗΣ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ ΚΡΑΤΗΣΗΣ




Βασικά στοιχεία Ψυχολογίας
για Στελέχη Καταστημάτων Κράτησης 
Ευάγγελος Ν. Κοσμάτος, Ψυχολόγος Κ.Κ. Γυναικών Ελεώνα Θηβών

Ελένη Σ. Αθανασοπούλου, Ψυχολόγος Κ.Κ. Αγ. Στεφάνου Πατρών   
ΑΘΗΝΑ  2010 


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Β. ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ 
Η Επιστήμη της Ψυχολογίας
  1. Βασικές Θεωρίες Ψυχολογίας
  2. Βασικές Θεραπευτικές Σχολές
  3. Βασικές Κατηγορίες Ψυχοπαθολογίας 
Γ. ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ – ΟΜΑΔΑ
  1. Η Ψυχολογία της Επικοινωνίας
  2. Η Ψυχολογία των Ανθρώπινων Σχέσεων
  3. Η Ψυχολογία της Ομάδας
Δ. ΕΡΓΑΣΙΑΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
  1. Η Ψυχολογία της Εργασίας
  2. Το Άγχος στην Εργασία
  3. Το Σύνδρομο Επαγγελματικής Εξουθένωσης (Burn Out)
  4. Η Ψυχολογία των Εργαζομένων στις Φυλακές
Ε. ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ – ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ  
  1. Η Παραβατικότητα – Εγκληματικότητα
  2. Η Ψυχολογία των Κρατουμένων
  3. Η Ψυχολογία των Εξαρτημένων Ατόμων
ΣΤ. ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ζ. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Η. ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩN

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ


Αφορμή συγγραφής εγχειριδίου
Το έναυσμα για την ενεργοποίηση συγγραφής των σημειώσεων που ακολουθούν υπήρξε η πρόσκληση για τη διδασκαλία του μαθήματος της Ψυχολογίας στις Σχολές Προσωπικού (Φύλαξης και Εξωτερικής Φρούρησης) του Υπουργείου. Είναι, ωστόσο, γεγονός, όπως θα φανεί και στη συνέχεια, ότι ο προβληματισμός και το ενδιαφέρον των συγγραφέων για μια τέτοια προσπάθεια υπήρξε τόσο προγενέστερος όσο και ευρύτερος.    

Σκοπός και Στόχοι   
Ο βασικός σκοπός αυτών των σημειώσεων δεν μπορεί παρά να είναι η συμβολή στην απόκτηση βασικών γνώσεων και δεξιοτήτων -ειδικά το δεύτερο κατά τη γνώμη μας- ψυχολογίας από τους εργαζόμενους στις φυλακές, τόσο για επαγγελματική ή εργασιακή όσο και για προσωπική χρήση. Ειδικότερα, ο γνωστικός, συναισθηματικός και συμπεριφορικός εξοπλισμός τους με ‘’εργαλεία ζωής’’ για την άσκηση του λειτουργήματός τους.  
Ως ειδικότεροι στόχοι, τόσο για το προσωπικό όσο και για τους κρατούμενους αλλά και την ίδια την υπηρεσία, θα μπορούσαν να αναφερθούν οι ακόλουθοι:  
·        κατανόηση του αντικειμένου της ψυχολογίας και των δυνατοτήτων της από το προσωπικό των φυλακών και εφαρμογή και χρησιμότητά της στην καθημερινότητα του
·        ομαλοποίηση της άσκησης εργασίας τους και διευκόλυνσής τους για την αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων
·        ‘’άνοιγμα’’ των στάσεων και αξιών τους, με γνώση αντί για προκατάληψη και στερεότυπα
·        προσπάθεια ‘’απάντησης’’ σε ερωτήματα που έχουν ήδη προκύψει και  προετοιμασία του προσωπικού για καταστάσεις που μπορεί να προκύψουν
·        αύξηση του ποσοστού κατανόησης και επικοινωνίας μεταξύ εργαζομένων και κρατουμένων
·        ενημέρωση-επικαιροποίηση παλαιότερων σημειώσεων και συγκέντρωση υλικού εκπαίδευσης προσωπικού σε ένα σώμα-εγχειρίδιο
·        πρώτη απόπειρα συγκέντρωσης επιστημονικής γνώσης από τον χώρο της Ψυχολογίας ως προς τις εφαρμογές και τη χρησιμότητά της στο Σωφρονιστικό Σύστημα

Εκπαιδευτική Μεθοδολογία – Τεχνικές – Εργαλεία
Κατά την υλοποίηση του εκπαιδευτικού έργου δεν μπορεί να εφαρμοστεί άλλη εκπαιδευτική μεθοδολογία παρά εκείνη της Βιωματικής – Ενεργητικής Εκπαίδευσης Ενηλίκων. Ειδικότερες τεχνικές και εργαλεία αποτελούν τα ακόλουθα (ενδεικτικά): 
n    Εισηγήσεις και παρουσιάσεις επιστημονικών μελετών και ερευνητικών ευρημάτων
n    Μελέτες περίπτωσης
n    Δράσεις σε ζευγάρια, τριάδες, τετράδες – ομαδοσυνεργατικές τεχνικές
n    Βιωματικές ασκήσεις: επικοινωνίας, μη λεκτικής επικοινωνίας, αισθησιοκινητικές, αυτογνωσίας, αυτόματης γραφής, αυτοέκφρασης, αυτοανακάλυψης, ηχητικής έκφρασης, προσωπικής ανακοίνωσης - έκφρασης, επικοινωνίας στην ομάδα, δυναμικής ομάδας, επιβίωσης στην ομάδα, κοινωνικής ανάπτυξης, δεξιοτήτων ζωής, συνεργασίας, κοινωνικής και συναισθηματικής μάθησης, εμπιστοσύνης, ανακάλυψης και έκφρασης συναισθημάτων, διεκδικητικής συμπεριφοράς, ενεργητικής ακρόασης, ενσυναίσθησης, αυτοελέγχου, ζωγραφικής, παντομίμας, καταγραφής συναισθημάτων, δυναμικής σχέσεων, ανάπτυξης δεξιοτήτων, επίλυσης διαφωνιών, προβολικές, διαχείρισης κρίσεων, εναλλακτικής σκέψης και δράσης, άρσης στερεοτυπικών αντιλήψεων
n    Άκουσμα ηχητικών ντοκουμέντων ή προβολή: εικόνων – φωτογραφιών, ειδικών βίντεο, διαφανειών, εκπαιδευτικής βιντεοταινίας, καθώς και χρήση  μουσικής υπόκρουσης (ειδική για χαλάρωση ή αυτοσυγκέντρωση ή κίνηση)
n    Τεχνικές ανακεφαλαίωσης, αξιολόγησης, αναστοχασμού και ανατροφοδότησης
n    Ατομική και ομαδική ψυχολογική διεργασία
n    Ομάδα επικοινωνίας ή και ομάδα συνάντησης (encounter group)
n    Παιχνίδια ρόλων (role-playing), και με αντιστροφές ρόλου
n    Ασκήσεις ανοίγματος και κλεισίματος εκπαιδευτικής ομάδας και παιχνίδια γνωριμίας – επικοινωνίας για οικοδόμηση κατάλληλου κλίματος
n    Πρόσκληση για: ανακεφαλαίωση-ανατροφοδότηση, προσωπική ή ομαδική ανακοίνωση, συζήτηση στην ομάδα, γνωριμία
n    Τεχνικές: αυτοσυγκέντρωσης, ευαισθητοποίησης, ενθάρρυνσης, προσωπικής ανάπτυξης, αυτοσυναισθήματος, συγκέντρωσης στον εαυτό, χαλάρωσης 
n    Ειδικές τεχνικές χαλάρωσης και επαφή με την αίσθηση του σώματος

Επιστημονικό έργο και σωφρονιστική πολιτική Υπουργείου Δικαιοσύνης – ‘’Η Ψυχολογία στη Φυλακή’’
Μια ακόμη χρησιμότητα αυτής την προσπάθειας συγγραφής ενός έγκυρου και αξιόπιστου επιστημονικού εργαλείου θεωρούμε ότι είναι η έναρξη -αρχικά- ενός θεμελιώδους προβληματισμού για το ρόλο της επιστημονικής γνώσης και των επιτευγμάτων της στο σχεδιασμό και την υλοποίηση της σωφρονιστικής πολιτικής στη χώρα μας. Ειδικότερα, σε ότι αφορά στην επιστήμη της Ψυχολογίας είναι νομίζουμε ευδιάκριτη η δυνατότητα συνεισφοράς της στη διερεύνηση, αξιολόγηση, πρόταση και υλοποίηση τόσο βασικών κατευθύνσεων όσο και ειδικότερων εφαρμογών που θα μπορούσαν να αλλάξουν ακόμη και το ‘’χάρτη’’ του σωφρονιστικού συστήματος.
Αναγνωρίζοντας, ωστόσο, τις δυνατότητες αυτού του επιστημονικού κλάδου για προσφορά και την ευρύτητα εφαρμογών του, δεν μας διαφεύγει το γεγονός ότι το σωφρονιστικό σύστημα διέπεται από ένα συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο, με ένα καθορισμένο -επί του παρόντος-  καθηκοντολόγιο και σύστημα κανόνων. Αυτό το στοιχείο είναι αναπόφευκτο να αφήνει μεν περαιτέρω δυνατότητες, αλλά, συνάμα, να δημιουργεί περιορισμούς, δυσκολίες και προβλήματα. Δεν μπορεί, λοιπόν, να μην βιώνεται και στην ελληνική πραγματικότητα ένα φαινόμενο παγκόσμιο όπως είναι η ‘’τριβή’’ διαφορετικών επιστημονικών κλάδων ή ακόμη και αυτή η σύγκρουση νόμων-κανόνων και επιστημονικής δεοντολογίας.
Σε αυτό που εμείς κρίνουμε σκόπιμο να εστιάσουμε είναι ότι ακόμη και αυτή η διαπίστωση στο χώρο δουλειάς μας δεν μπορεί παρά να είναι μια ένδειξη ότι υπάρχει ένα σημαντικό ενδιαφέρον και μια κινητικότητα. Ή ίσως -ακόμη ακόμη- ότι έχει έρθει ο καιρός να συναντηθούν, να συνεργαστούν και να συνυπάρξουν, τελικά, κλάδοι, επιστημονικοί χώροι, θεσμοί και πρόσωπα εντός ενός συστήματος (όπως το σωφρονιστικό) που έχει από τη μια έναν ενδογενή ‘’συντηρητικό’’ χαρακτήρα, από την άλλη, ωστόσο, διψά και αγωνιά για μια προοπτική αναπτυξιακή, δημιουργική, μεταρρυθμιστική και, κυρίως, βαθιά ανθρωπιστική.

Β. ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
 1. Η Επιστήμη της Ψυχολογίας

Ορισμός - Επιστημονικό πεδίο  
Η Ψυχολογία είναι η επιστήμη που ασχολείται με τον ψυχικό βίο και τη συμπεριφορά του ατόμου. Μελετάει και περιγράφει τα ψυχικά φαινόμενα και τις λειτουργίες, καθώς και την αλληλεπίδρασή τους τόσο με τους βιολογικούς παράγοντες όσο και με το κοινωνικό περιβάλλον (Μπινιώρη, 2006).
Είναι η επιστήμη που αναζητά να κατανοήσει τη συμπεριφορά και τις διανοητικές διεργασίες και στη συνέχεια να ανακαλύψει τις εφαρμογές αυτής της γνώσης (Bernstein D.A. et al. 1997). Με τον όρο «συμπεριφορά» εννοούμε οτιδήποτε κάνει ένας οργανισμός – οποιαδήποτε ενέργεια που μπορούμε να παρατηρήσουμε και να καταγράψουμε. Με τον όρο «διανοητικές διεργασίες» εννοούμε τις εσωτερικές υποκειμενικές εμπειρίες που αποκομίζουμε από τη συμπεριφορά (αισθήσεις, συναισθήματα, αντιλήψεις, όνειρα, σκέψεις, πιστεύω). Επομένως πρόκειται για μια επιστήμη τόσο ακαδημαϊκή και θεωρητική όσο και εφαρμοσμένη. Με πιο απλά λόγια η ψυχολογία είναι η επιστήμη που στόχο έχει να περιγράψει και να εξηγήσει πώς σκεφτόμαστε, αισθανόμαστε και δρούμε (Myers, D.G., 1995).
Η Ψυχολογία, λοιπόν, δεν αφορά μόνο τα βαθύτερα και συχνά ασυνείδητα κίνητρα για τον τρόπο σκέψης και δράσης των ανθρώπων. Αυτό είναι ένα μόνο από τα επιστημονικά της πεδία (Lloyd & Mayes, 1986). Οι ψυχολόγοι ερευνούν φαινόμενα όπως η αντίληψη, η γνώση, η προσοχή, η μνήμη, η λήθη, οι αισθήσεις, τα συναισθήματα, τα κίνητρα, η προσωπικότητα, η συμπεριφορά, οι διαπροσωπικές σχέσεις. Επιχειρούν να ανακαλύψουν το ρόλο των νοητικών λειτουργιών στην ατομική και στην κοινωνική συμπεριφορά και να βρουν τις συνδέσεις τους με τις οργανικές, βιολογικές και νευρολογικές λειτουργίες. Γίνεται έτσι κατανοητή η δυνατότητα της ψυχολογίας να ενσωματώνει έρευνες από τις κοινωνικές, φυσικές και ανθρωπιστικές επιστήμες (http://en.wikipedia.org/wiki/Psychology).
Ένας κοινά αποδεκτός ορισμός για την επιστήμη της Ψυχολογίας, είναι αυτός που δίνεται από την Αμερικανική Ψυχολογική Ένωση (A.P.A): η ψυχολογία είναι ένα διακριτό πεδίο, βασισμένο στην επιστήμη, με απεριόριστες εφαρμογές στην καθημερινή ζωή. Κάποιοι ψυχολόγοι κάνουν βασική έρευνα, αναπτύσσουν θεωρίες και τις ελέγχουν μέσα από ακριβείς ερευνητικές μεθόδους, που περιλαμβάνουν την παρατήρηση, το πείραμα και την ανάλυση. Άλλοι εφαρμόζουν την επιστημονική γνώση βοηθώντας ανθρώπους, οργανισμούς και κοινότητες να λειτουργούν καλύτερα (http://www.apa.org/about/).
Με αυτά ως δεδομένα μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η Ψυχολογία και η επιστημονική γνώση που παράγεται από αυτή μπορούν να εφαρμοστούν σε πλείστους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας: στην οικογένεια, την εργασία, τη θεραπεία, την ψυχική υγεία, την ανάπτυξη, τον αθλητισμό, τη βιομηχανία, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τον νόμο (http://en.wikipedia.org/wiki/Psychology), την εκπαίδευση και τις ένοπλες δυνάμεις (Lloyd & Mayes, 1986), την αλληλεπίδραση του ανθρώπου με τις μηχανές, τις επιχειρήσεις και το δικαστικό σύστημα (http://www.apa.org/about/) κ.λπ.
Εκ της φύσεώς της και του αντικειμένου της (ο άνθρωπος σε όλες τις εκφάνσεις του), η ψυχολογία δεν μπορεί παρά να ευρύνεται και να διαθέτει πεδίο εφαρμογών σε κάθε τομέα της ζωής του ανθρώπου.
Ειδικότερη μνεία χρειάζεται να κάνουμε στη συμβολή της Ψυχολογίας σε μια σειρά από οφέλη στην καθημερινή μας ζωή, που είναι μεταξύ άλλων: η σε βάθος κατανόηση εαυτού, το ξεπέρασμα στερεοτυπικών και παλαιών αντιλήψεων, η αξιοποίηση του όλου ανθρώπου (π.χ. 2 ημισφαίρια), η αυτο-ρύθμιση, η ανεξαρτησία και η προσωπική ανάπτυξη του ανθρώπινου υποκειμένου.
Σε ότι αφορά στην κατανόηση της λειτουργίας και την αξιοποίηση των δύο ημισφαιρίων κρίνουμε σκόπιμο να επισημάνουμε την ιδιαίτερη βαρύτητα αυτού του παράγοντα για τη δουλειά μας προκειμένου -μεταξύ άλλων- να έχουμε πρόσβαση και στο συναίσθημα και στη λογική του κρατούμενου, να μην χάνουμε κρίσιμες πληροφορίες από τη σκέψη του και ουσιαστικά να επιτυγχάνουμε την ολιστική κατανόηση και αντιμετώπιση του κρατουμένου.
Σχετικά με την εσωτερική μας διεργασία και κατανόηση του εαυτού μας σε βάθος, αυτή μπορεί να μας βοηθήσει στην καλύτερη αντιμετώπιση κρίσιμων καταστάσεων στη δουλειά μας, στην ομαλότερη συνεργασία με τους συναδέλφους μας, στον καλύτερο συνδυασμό επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής.
Τέλος, η συνειδητοποίηση και επεξεργασία των στερεοτυπικών μας αντιλήψεων για τη φυλακή και τους κρατούμενους μπορεί να αποβεί καθοριστική για την επαγγελματική μας προσαρμογή και εξέλιξη, για την ψυχολογική μας θωράκιση, κυρίως όμως για την ορθολογική, ψύχραιμη και ώριμη προσέγγιση των συμβαινόντων στη φυλακή, γεγονός που μπορεί σε πολλές κρίσιμες καταστάσεις να αποβεί καθοριστικό για την προσωπική μας προστασία.

Ξεκίνημα – ιστορικά στοιχεία
Η ενασχόληση του ανθρώπου με τα ψυχικά φαινόμενα είναι πολύ παλιά. Ήδη από το 2100 π.Χ. μελετάται η ψυχική νόσος (Μπινιώρη, 2006). Αναφορές βρίσκουμε σε αρχαίους πολιτισμούς της Αιγύπτου, της Ελλάδας, της Κίνας τη Ινδίας και της Περσίας (http://en.wikipedia.org/wiki/Psychology). Τουλάχιστον από την εποχή του Σωκράτη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη υπάρχει ένα ζωηρό ενδιαφέρον και επιχειρηματολογία για θέματα όπως η πηγή της ανθρώπινης γνώσης, η φύση του νου και της ψυχής, η σύνδεση σώματος και νου, καθώς επίσης και η διερεύνηση της δυνατότητας να μελετήσει κανείς επιστημονικά αυτά τα θέματα (Bernstein D.A. et al., 1997).
Η Ψυχολογία, ‘’παιδί’’ της Φιλοσοφίας όπως και όλες οι επιστήμες του ανθρώπου, συγκροτείται ως ξεχωριστός επιστημονικός κλάδος περί τα τέλη του 19ου αιώνα. Πιο συγκεκριμένα, «πατέρας» της ψυχολογίας θεωρείται ο Wilhelm Wundt και έτος «γέννησής» της το 1879. Τότε ο Wundt ιδρύει το πρώτο Εργαστήριο Ψυχολογίας στη Γερμανία, στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας. Η πρωτοβουλία του ακολουθήθηκε από άλλα γερμανικά και αμερικανικά πανεπιστήμια, και - αν και με κάποια καθυστέρηση- από βρετανικά (Lloyd & Mayes, 1986). Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι το πρώτο αυτό πείραμα Ψυχολογίας, που διεξήγε ο Wundt αφορούσε την αντίληψη αισθητηριακών ερεθισμάτων. Συγκεκριμένα, μετρούσε το χρόνο αντίδρασης σε ένα οπτικό φωτεινό σήμα, δηλαδή το χρόνο που χρειάζεται ο ανθρώπινος εγκέφαλος για να αντιληφθεί το οπτικό ερέθισμα και να αντιδράσει σε αυτό (Bernstein D.A. et al., 1997). Τότε, επίσης, είναι που διεξάγονται μια σειρά από πειράματα και έρευνες για τις ατομικές διαφορές και τις ψυχικές λειτουργίες του ατόμου. O Freud είναι ωστόσο αυτός που κάνει γνωστή την Ψυχολογία και εκείνος που καταγράφεται στη συνείδησή μας ως θεμελιωτής της.

Κλάδοι Ψυχολογίας
Στα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει έκτοτε για την καλύτερη οργάνωση της επιστημονικής ψυχολογικής γνώσης και έρευνας έχουν δημιουργηθεί διαφορετικοί κλάδοι στην Ψυχολογία. Η επιστήμη της Ψυχολογίας, συνεπεία των παραπάνω, διαθέτει ένα ευρύ φάσμα κλάδων (βλ. και ειδικοτήτων), όπως: 
Γενική, Κλινική, Ψυχολογία των εξαρτήσεων, Εξελικτική, Σχολική, Οργανωτική, Δικαστική, Εγκληματολογική, Κοινωνική, Συμβουλευτική, Γνωστική, Πειραματική, Βιομηχανική, Εργασιακή, Ψυχομετρία, Ψυχοδιαγνωστική, Παιδαγωγική, Νευροψυχολογία.  Μια πιο αναλυτική παράθεση κάποιων από αυτούς, ενδεικτικά, είναι η ακόλουθη:
  • Γνωστική ψυχολογία: μελετά ζητήματα αντίληψης, μάθησης, μνήμης, λήθης, προσοχής, επίλυσης προβλημάτων κ.λπ. (Lloyd & Mayes, 1986).
  • Κοινωνική ψυχολογία: μελετά πώς κοινωνικοί παράγοντες επηρεάζουν τη συμπεριφορά και τις διανοητικές διεργασίες (Lloyd & Mayes, 1986).
  • Εξελικτική ψυχολογία: μελετά τον τρόπο με τον οποίο οι διανοητικές διεργασίες εξελίσσονται και αλλάζουν καθώς ο άνθρωπος μεγαλώνει, μελετά επίσης τους παράγοντες που επιφέρουν αυτές τις αλλαγές (Lloyd & Mayes, 1986).
  • Ψυχομετρία: αφορά τις μετρήσεις των ατομικών διαφορών και την εγκαθίδρυση νορμών, τόσο ως προς τις διανοητικές ικανότητες, όσο και ως προς την προσωπικότητα (Lloyd & Mayes, 1986).
  • Συγκριτική ψυχολογία: ερευνά τις ομοιότητες μεταξύ ανθρώπινης και ζωικής διανοητικής λειτουργίας και δίνει έμφαση στην εξέλιξη των ειδών (Lloyd & Mayes, 1986).
  • Εκπαιδευτική ψυχολογία: μελετά τον τρόπο με τον οποία μαθαίνουμε μέσα σε εκπαιδευτικά πλαίσια, την αποτελεσματικότητα εκπαιδευτικών παρεμβάσεων και την ψυχολογία της διδακτικής (http://en.wikipedia.org/wiki/Psychology).
  • Δικαστική ψυχολογία: εφαρμόζει την ψυχολογική γνώση σε δικαστικές υποθέσεις, όπως πραγματοποίηση και σύνταξη κλινικών εκτιμήσεων για τους παραβάτες, η εισήγηση προς το δικαστήριο αποτελεσματικών μέτρων θεραπείας μέσα από γραπτές εκθέσεις ή καταθέσεις (http://en.wikipedia.org/wiki/Psychology).
  • Ψυχολογία της Υγείας: η εφαρμογή της ψυχολογικής γνώσης και έρευνας σε θέματα υγείας, ασθένειας και υγειονομικής φροντίδας π.χ. θέματα διατροφής, σχέση ιατρού – ασθενούς, κατανόηση ιατρικών πληροφοριών από τον ίδιο τον ασθενή, στάση απέναντι στην ασθένεια, αποτελεσματικότητα υγειονομικών μέτρων ή μέτρων προληπτικής ιατρικής ως προς την ποιότητα ζωής κ.λπ. (http://en.wikipedia. org/wiki/Psychology).
  • Βιομηχανική ή Οργανωτική ψυχολογία: εφαρμογή ψυχολογικής γνώσης για τη βελτίωση των ανθρώπινων δυνατοτήτων στο χώρο εργασίας, επιλογή ή αξιολόγηση προσωπικού, επιπτώσεις εργασιακού περιβάλλοντος ή διοικητικής οργάνωσης στο προσωπικό, εργασιακά κίνητρα, ικανοποίηση από την εργασία και παραγωγικότητα (http://en.wikipedia.org/wiki/Psychology).
  • Εργασιακή ψυχολογία: εντοπίζει τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά του χώρου εργασίας που προκαλούν προβλήματα στη σωματική (π.χ. καρδιολογικά) ή ψυχική (π.χ. κατάθλιψη) υγεία του εργαζόμενου (http://en.wikipedia.org/wiki/Psychology).
  • Κλινική ψυχολογία: αφορά την έρευνα, τη διδασκαλία και τις υπηρεσίες που σχετίζονται με τις εφαρμογές των αρχών, μεθόδων και διαδικασιών για την κατανόηση, εκτίμηση, πρόβλεψη και ανακούφιση της νοητικής, συναισθηματικής, βιολογικής, ψυχολογικής, κοινωνικής και συμπεριφορικής δυσπορσαρμογής, ανικανότητας ή δυσφορίας (Heiden & Hersen, 1999).
Κλάδοι ψυχολογίας με εφαρμογή στο σωφρονιστικό σύστημα  
Ως κλάδους της ψυχολογίας με εφαρμογή στο σωφρονιστικό σύστημα μπορούμε να αναφέρουμε γενικά τις Γενική, Κλινική, Ψυχολογία των εξαρτήσεων, Οργανωτική, Δικαστική, Κοινωνική, Ψυχομετρία. Γενικότερα, όμως, θα μπορούσαμε να πούμε ότι εφ’ όσον μέσα στο σωφρονιστικό σύστημα διαβιούν και εργάζονται άνθρωποι και των δύο φύλων, όλων των ηλικιών, από διαφορετικά κοινωνικο-οικονομικά στρώματα με πολλές και διαφορετικές ανάγκες και δυνατότητες, η επιστήμη της ψυχολογίας βρίσκει εφαρμογές σχεδόν σε όλους τους κλάδους της, σε όλο της σχεδόν το φάσμα.
Ειδικότερα, τώρα, στο χώρο της Εγκληματολογίας, του Δικαίου και της Σωφρονιστικής, η ψυχολογία ως επιστήμη μέσα από τις θεωρίες για τη δόμηση της προσωπικότητας και την ανάπτυξη των ψυχικών διαταραχών μπορεί να βοηθήσει στη μελέτη της παραβατικότητας και στην αντιμετώπισή της (Μπινιώρη, 2006), και, από την άλλη, στη δημιουργία παραγωγικών εργασιακών συνθηκών και στο σχεδιασμό λειτουργικού εργασιακού περιβάλλοντος.
Σε ότι αφορά ωστόσο στην παραβατικότητα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρόκειται για ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο, κατεξοχήν κοινωνικό και ως προς τον ορισμό της, στον οποίο, πέρα από την ψυχολογική σκοπιά της προσωπικότητας και των ψυχικών διαταραχών, εμπλέκονται κοινωνικοί, πολιτικοί, οικονομικοί, οικογενειακοί και άλλοι παράγοντες. Η εκδήλωση μιας επικίνδυνης συμπεριφοράς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα της προσωπικότητας του ατόμου και μόνο. Σε σχέση λοιπόν με την εκτίμηση μιας πιθανής ακραίας συμπεριφοράς ενός ατόμου θα ήταν σωστότερο και σαφέστερο να ακολουθούμε το εξής σχήμα: το συγκεκριμένο άτομο, με βάση τον α’ ή β’ τύπο της προσωπικότητάς του και τα ιδιαίτερα ψυχικά γνωρίσματα, στο δείνα κοινωνικό περιβάλλον, κάτω από τις α’ ή β’ συνθήκες δύναται να έχει την α’ ή β’ συμπεριφορά (Μπινιώρη, 2006).

2.    Βασικές Θεωρίες Ψυχολογίας

Εισαγωγικά
Η ψυχολογία έχει ως βασική αποστολή τη μελέτη της ανθρώπινης προσωπικότητας. Ο όρος «προσωπικότητα» όπως χρησιμοποιείται από την επιστήμη της Ψυχολογίας δεν αντιπροσωπεύει αξιολογική κρίση (π.χ. «καλή» ή «έντονη» προσωπικότητα). Με τον όρο αυτό ορίζεται ένα πεδίο μελέτης. Η προσωπικότητα αντιπροσωπεύει εκείνα τα χαρακτηριστικά του ατόμου που εξηγούν τους σταθερούς τύπους συναισθήματος, σκέψης και συμπεριφοράς του (Pervin & John, 2001).
Αναλυτικότερα, με τον όρο προσωπικότητα εννοούμε το σύνολο των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των ψυχικών λειτουργιών του ατόμου, τα οποία εμφανίζονται με σχετική σταθερότητα και διαφοροποιούν το άτομο από το υπόλοιπο σύνολο. Το άτομο με τα ιδιαίτερα ατομικά χαρακτηριστικά του βρίσκεται σε συνεχή αλληλεπίδραση με το εξωτερικό περιβάλλον, διαμορφώνοντας στάσεις, συμπεριφορές και νοοτροπίες. Η έννοια της προσωπικότητας προσδιορίζει τον άνθρωπο ως ολοκληρωμένη και «μοναδική» οντότητα στην αλληλεπίδρασή του με το κοινωνικό γίγνεσθαι (Μπινιώρη, 2006).
Οι πιο πάνω ορισμοί υποδηλώνουν ότι εξετάζουμε σταθερά σχήματα συμπεριφοράς και ιδιότητες του ατόμου. Ως προς τις θεωρίες προσωπικότητας η επιστημονική μελέτη εστιάζει στον τρόπο με τον οποίο αυτές οι σκέψεις, τα συναισθήματα και οι εμφανείς συμπεριφορές συσχετίζονται για να διαμορφώσουν το μοναδικό, ξεχωριστό άτομο (Ποταμιάνος & συν., 1998).
Στην επιστήμη της Ψυχολογίας, όπως θα δούμε πιο κάτω, διαφορετικές σχολές και θεωρητικοί έχουν διατυπώσει θεωρίες προσωπικότητας. Κάθε ένας από αυτούς προσπαθεί να διαμορφώσει μια θεωρία που να απαντά σε τρία βασικά ερωτήματα:
  • ΤΙ: αναφέρεται στα χαρακτηριστικά του ατόμου (π.χ. εντιμότητα, επιμονή, ανάγκη για επιβεβαίωση κ.λπ.)
  • ΠΩΣ: αναφέρεται στις συνιστώσες που καθορίζουν την προσωπικότητα (π.χ. πώς αλληλεπιδρούν οι γενετικοί με τους περιβαλλοντικούς παράγοντες;)
  • ΓΙΑΤΙ: αναφέρεται στα αίτια της συμπεριφοράς του ατόμου (π.χ. γιατί ένα άτομο δραστηριοποιείται και γιατί προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση;) (Ποταμιάνος & συν., 1998).
  • Κ
    άθε θεωρία προσωπικότητας για να θεωρηθεί ολοκληρωμένη θα πρέπει να καλύπτει τους εξής τομείς:
  • Δομή: βασικές μονάδες, τα δομικά στοιχεία της προσωπικότητας
  • Διαδικασία: δυναμικές πτυχές της προσωπικότητας, συμπεριλαμβανομένων και των κινήτρων
  • Ανάπτυξη και εξέλιξη: πώς ένας άνθρωπος αναπτύσσεται και φτάνει να γίνει αυτό το μοναδικό άτομο
  • Ψυχοπαθολογία: ο χαρακτήρας και τα αίτια της διαταραγμένης λειτουργίας της προσωπικότητας
  • Αλλαγή: πώς αλλάζουν οι άνθρωποι και γιατί μερικές φορές αντιδρούν στην αλλαγή ή αδυνατούν να αλλάξουν (Pervin & John, 2001).
Οι θεωρίες προσωπικότητας στο χώρο της Ψυχολογίας είναι πολλές και - σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό - καλύπτουν τα κριτήρια πληρότητας που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Όλες, όμως, βασίζονται στις τρεις θεμελιώδης σχολές στην Ψυχολογία: την Ψυχοδυναμική, το Συμπεριφορισμό και την «τρίτη δύναμη» στην Ψυχολογία, την Ανθρωπιστική Σχολή.
Οι ψυχολογικές σχολές προσεγγίζουν με διαφορετικό τρόπο την έννοια της προσωπικότητας, τις διαδικασίες εξέλιξης και ανάπτυξής της, καθώς και τις κατηγοριοποιήσεις διάφορων τύπων προσωπικότητας. Ορισμένες σχολές κατατάσσουν τους τύπους προσωπικότητας με βάση την ψυχική δομή, τον ιδιαίτερο τρόπο δηλαδή με τον οποίο οργανώνονται οι ψυχικές λειτουργίες και η μεταξύ τους ισορροπία (π.χ. ψυχοδυναμική θεωρία προσωπικότητας). Άλλες προχωρούν στην κατηγοριοποίηση, βασιζόμενες σε κάποια θεμελιώδη ψυχικά γνωρίσματα, τα οποία εμφανίζονται ως κυρίαρχα στην προσωπικότητα και τη συμπεριφορά του ατόμου (π.χ. θεωρία των τύπων της προσωπικότητας του Eysenk). Ο συμπεριφορισμός επικεντρώνεται στη μελέτη της συμπεριφοράς και της επίδρασης του εξωτερικού περιβάλλοντος, παρακάμπτοντας τις ενδοψυχικές διεργασίες ως μη προσπελάσιμες. Σύμφωνα με τις διάφορες συμπεριφοριστικές σχολές οι άνθρωποι μαθαίνουν να αντιδρούν με τον ένα η τον άλλον τρόπο, είτε μέσω της θετικής ενίσχυσης (επιβράβευση) και της αρνητικής ενίσχυσης (τιμωρία), είτε μέσω της κοινωνικής μάθησης (μίμηση προτύπων). Σύμφωνα με τη γνωσιακή σχολή ο άνθρωπος διαμορφώνει τις αντιδράσεις και τη συμπεριφορά του με βάση τις νοητικές κατασκευές (αξίες, πεποιθήσεις κ.λπ.) που προκύπτουν μέσω της αναδόμησης της πραγματικότητας από τις νοητικές λειτουργίες (Μπινιώρη, 2006).
Η μελέτη της προσωπικότητας του ατόμου από τους ψυχολόγους προέκυψε ως ανάγκη απάντησης στο ερώτημα «γιατί το άτομο αντιδρά με τον ένα ή τον άλλον τρόπο». Με τη μελέτη των παραγόντων – ενδοψυχικών και περιβαλλοντικών – που παίζουν ρόλο στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς του, καθώς και των ιδιαίτερων ατομικών γνωρισμάτων, η ψυχολογία μπορεί να συνεισφέρει από τη δική της σκοπιά στην αιτιολόγηση ακραίων συμπεριφορών (Μπινιώρη, 2006).

Ψυχανάλυση
Θεμελιωτής της ψυχοδυναμικής – ψυχαναλυτικής προσέγγισης ήταν ο Sigmund Freud (1856 – 1939). Πρόκειται για τη θεωρητική προσέγγιση που άσκησε τη μεγαλύτερη επίδραση στο χώρο της ψυχολογίας. Η ψυχανάλυση ξεκίνησε ως διερεύνηση των μορφών ψυχοπαθολογίας και εξελίχθηκε σε θεωρία για την ομαλή και μη ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητας και σε μορφή θεραπείας για τα ψυχολογικά διαταραγμένα άτομα (Heiden & Hersen, 1999).
(ΔΟΜΗ & ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ) Σύμφωνα με την αρχική διατύπωση της θεωρίας από τον Freud, ο ψυχισμός του ανθρώπου αποτελείται από τρία συστήματα: το ασυνείδητο (ένστικτα και ενορμήσεις που επιδιώκουν ενεργά να αποκτήσουν πρόσβαση στη συνείδηση), το προσυνειδητό (περιλαμβάνει στοιχεία των οποίων το άτομο μπορεί να αποκτήσει συνείδηση, αν προσπαθήσει) και το συνειδητό. Οι ψυχικές δυνάμεις συνήθως εμποδίζουν τα ένστικτα και τις ενορμήσεις να εισέλθουν στο επίπεδο της συνείδησης. Στον ψυχισμό του ατόμου συμπεριλαμβάνονται επίσης τρία στοιχεία: το εκείνο, το εγώ και το υπερεγώ. Τα στοιχεία αυτά μοιάζουν με πηγές ενέργειας. Το εκείνο ανήκει σε μεγάλο βαθμό στο ασυνείδητο και αντιπροσωπεύει την καθηλωμένη ενέργεια των καταπιεσμένων σεξουαλικών και επιθετικών ενορμήσεων. Το εγώ αντιστοιχεί στο προσυνειδητό και το συνειδητό και αντιπροσωπεύει την αλληλεπίδραση του ατόμου με την πραγματικότητα. Το υπερεγώ είναι ο ηθικός «φύλακας» του ασυνειδήτου, φροντίζει για την τήρηση των γονεϊκών αξιών που το άτομο έχει εσωτερικεύσει κατά την παιδική ηλικία. Η ψυχή του ατόμου είναι προϊόν διαμάχης όλων αυτών των αντιμαχόμενων εσωτερικών δυνάμεων – εξ ου και η ονομασία ψυχοδυναμική (Heiden & Hersen, 1999).
(ΑΝΑΠΤΥΞΗ & ΕΞΕΛΙΞΗ) Η σεξουαλική ανάπτυξη, σύμφωνα πάντα με την ψυχανάλυση, ακολουθεί μια σειρά ψυχοσεξουαλικών σταδίων. Κάθε στάδιο ορίζει το βάρος των ενορμήσεων σε διαφορετικό σημείο του ανθρώπινου σώματος. Έτσι έχουμε το στοματικό στάδιο, το πρωκτικό στάδιο και το φαλλικό στάδιο. Η επιτυχής μετάβαση από στάδιο σε στάδιο σχετίζεται με την ικανοποίηση των ενορμήσεων του κάθε σταδίου πριν το πέρασμα στο επόμενο (Heiden & Hersen, 1999).
(ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ) Ο Freud πίστευε ότι τα ένστικτα είναι κατά βάση σεξουαλικά, παρότι δεν περιόριζε την έννοια στα πλαίσια της γενετήσιας ικανοποίησης. Η ψυχοπαθολογία αντιμετωπίζεται ως σεξουαλικό τραύμα (ή ως ανικανοποίητο σεξουαλικό ένστικτο) από την πρώιμη παιδική ηλικία. Ανεκπλήρωτες ενορμήσεις θα έχουν ως αποτέλεσμα να παρουσιαστούν αργότερα στη ζωή προβλήματα προσαρμογής. Μία κατάσταση άγχους δημιουργείται όταν μία απαράδεκτη ενόρμηση του εκείνο απειλεί να εισδύσει στο επίπεδο της συνείδησης. Το εγώ αντιλαμβάνεται την ενόρμηση και επιχειρεί να περιορίσει την απειλή. Οι στρατηγικές αυτού του περιορισμού ονομάζονται μηχανισμοί άμυνας. Οι μηχανισμοί άμυνα ενεργοποιούνται ασυνείδητα, χωρίς το άτομο να έχει το αντιλαμβάνεται (Heiden & Hersen, 1999). Μηχανισμοί άμυνας είναι η απώθηση, ο αντιδραστικός σχηματισμός, η άρνηση, η μόνωση, η προβολή, η παλινδρόμηση, η εκλογίκευση, η μετουσίωση κ. ά. (Ποταμιάνος & συν., 1998). Οι νευρώσεις (μορφές εκδήλωσης ψυχοπαθολογίας) ορίζονται ανάλογα με τον τύπο του μηχανισμού άμυνας που κυριαρχεί (Heiden & Hersen, 1999).
Η βασική ψυχαναλυτική θεωρία έχει γνωρίσει πολλές παραλλαγές και διαφοροποιήσεις από μαθητές του ίδιου του Freud, αλλά και μεταγενέστερους επιστήμονες (νέο-φροϋδιστές) όπως οι Alfred Adler, Otto Rank, Carl Jung, Karen Horney, Wilhelm Reich, Anna Freud, H. S. Sullivan κ. ά.

Συμπεριφορισμός
Όλες οι συμπεριφοριστικές προσεγγίσεις υπακούουν σε έξι θεμελιακές μεθοδολογικές αρχές:
  • Κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά ελέγχεται πρωταρχικά από το περιβάλλον, δηλ από τις αντικειμενικές καταστάσεις στις οποίες βρίσκεται κάθε φορά εκτεθειμένο το άτομο.
  • Όλες οι επιμέρους συμπεριφορές, που σχετιζόμενες αποτελούν τη συμπεριφορά ενός ατόμου, αποκτώνται και διαμορφώνονται με βάση τις διαδικασίες της μάθησης.
  • Όλες οι συμπεριφοριστικές προσεγγίσεις αναπτύχθηκαν με βάση την έννοια της συσχέτισης, της εξάρτησης. Η μάθηση δηλ συντελείται πάντα με βάση τη σχέση εξάρτησης μεταξύ δύο καταστάσεων ή δράσεων που χωροχρονικά είναι κοντινές.
  • Όλες οι διαδικασίες μάθησης μπορούν να μελετηθούν τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά κατά τρόπο ικανοποιητικό σε ένα εργαστήριο πειραματικής ψυχολογίας.
  • Οι διαδικασίες μάθησης στον άνθρωπο είναι ανάλογες με αυτές των ζώων. Έτσι η μελέτη μάθησης στα ζώα είναι αναγκαία και άμεσα σχετική με τη συμπεριφοριστική έρευνα της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
  • Ακόμα και η πιο πολύπλοκη και σύνθετη ανθρώπινη συμπεριφορά, όπως π.χ. ο λόγος, μπορεί να θεωρηθεί ότι διαμορφώθηκε με βάση τη σύνθεση απλούστερων μορφών συμπεριφοράς (Ποταμιάνος & συν., 1998).
(ΔΟΜΗ) Ακρογωνιαίος λίθος για τη δομή της προσωπικότητας είναι η έννοια της αντίδρασης ή απόκρισης. Ως τέτοια νοείται κάθε μορφή απόκρισης του οργανισμού (από απλή αντανακλαστική κίνηση μέχρι πολύπλοκες μορφές συμπεριφοράς) σε κάποιο εξωτερικό ερέθισμα και η οποία είναι παρατηρήσιμη (Ποταμιάνος & συν., 1998).
Θεμελιωτής του συμπεριφορισμού θεωρείται ο John B. Watson (1878-1958), ο οποίος ήταν ο πρώτος που εισήγαγε την ιδέα της απομάκρυνσης από την υποκειμενικότητα της ενδοσκόπησης και την χρησιμοποίηση αντικειμενικών μεθόδων παρατήρησης της συμπεριφοράς. Ο τρόπος για να γίνει αυτό θα ήταν να εστιάζουμε στο εξής μόνο στην παραητρήσιμη συμπεριφορά (Ποταμιάνος & συν., 1998).
(ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ & ΑΝΑΠΤΥΞΗ & ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ) Σύμφωνα με τους συμπεριφοριστές το άτομο μαθαίνει τη μη ομαλή συμπεριφορά με τις ίδιες διαδικασίες μάθησης με τις οποίες αποκτά και τη φυσιολογική. Όλες οι συμπεριφορές – άρα και οι διαταραχές - αποκτώνται κατά κύριο λόγο από το άτομο μέσω των βασικών αρχών της μάθησης, που είναι η θετική ενίσχυση και η τιμωρία. Εν προκειμένω δε γίνεται καθόλου λόγος για εσωτερικούς μηχανισμούς και ενστικτώδεις ορμές, αφού η εξέλιξη της θεωρίας είναι στενά συνδεδεμένη με αντικειμενικά και εμπειρικά δεδομένα (Heiden & Hersen, 1999).
Οι πιο σημαντικοί πειραματιστές και θεωρητικοί του συμπεριφορισμού υπήρξαν οι Ivan Pavlov (1849-1936) και B. F. Skinner (1904 – 1990) οι οποίοι διατύπωσαν τις θεωρίες της κλασικής εξαρτημένης μάθησης και της συντελεστικής μάθησης αντίστοιχα. Η βασική έρευνα και των δύο αφορούσε πειράματα σε ζώα. Τα πειράματα του Pavlov από τη μια αφορούσαν τη ρύθμιση της αντανακλαστικής συμπεριφοράς των σκύλων και του Skinner, από την άλλη, αφορούσαν τη μάθηση μιας καινούργιας συμπεριφοράς σε περιστέρια. Για τον Pavlov, ο συμπεριφορισμός είναι βασισμένος στην αρχή ερέθισμα – αντίδραση.
Ο ριζοσπαστικός συμπεριφορισμός του Skinner υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά ελέγχεται αποκλειστικά από περιβαλλοντικούς παράγοντες. Αν μια μορφή συμπεριφοράς αμείβεται, τότε είναι πιθανό να επαναληφθεί, τη στιγμή που θα υπάρχουν τα ίδια ερεθίσματα. Η συμπεριφορά μπορεί να ερμηνευθεί αποκλειστικά μέσω των ερεθισμάτων και των αντιδράσεων που μπορούν να παρατηρηθούν (Heiden & Hersen, 1999).
Συμπερασματικά, είναι ασφαλές να πούμε ότι για τον Συμπεριφορισμό η προσωπικότητα δεν αποτελεί πεδίο μελέτης, παρά μόνο στο παρατηρήσιμο επίπεδο κατά το οποίο τροποποιεί ή επηρεάζει τη συμπεριφορά.
Στα όρια του συμπεριφορισμού κινείται η θεωρία του Albert Bandura (1925 – σήμερα), ο οποίος βασίστηκε στις αρχές των συμπεριφοριστών που υποστήριζαν το μοντέλο Ερέθισμα – Αντίδραση. Ο Bandura διατύπωσε τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης μέσα από τη μίμηση προτύπων. Τα πρότυπα της συμπεριφοράς εν προκειμένω δεν χρειάζονται τη θετική ή την αρνητική ενίσχυση για να υιοθετηθούν, ενισχύονται ή εξασθενούν μέσω της παρατήρησης της συμπεριφοράς άλλων προσώπων και των συνεπειών τους. Η παρατήρηση μπορεί να γίνει απ’ ευθείας ή μέσω του διαβάσματος ή της έκθεσης σε οπτικοακουστικό υλικό (Heiden & Hersen, 1999).

Ανθρωπιστική Σχολή 
Η Ανθρωπιστική Προσέγγιση στις θεωρίες προσωπικότητας είναι βασισμένη στα φιλοσοφικά ρεύματα του υπαρξισμού και της φαινομενολογίας. Ο υπαρξισμός τονίζει την προσωπική ευθύνη για όσα κάνει το πρόσωπο και την ελευθερία βούλησης στην ανθρώπινη συμπεριφορά (Μαλικιώση – Λοΐζου, 1999). Απέχει δηλαδή από τις ψυχοδυναμικές απόψεις για το ότι ο άνθρωπος κυβερνάται ερήμην του από ένστικτα και ορμές, δηλαδή από το ότι τα βαθύτερα κίνητρα μιας συμπεριφοράς μπορεί να είναι τόσο βαθιά κρυμμένα στο ασυνείδητο που να μην είναι γνωστά ούτε στο ίδιο το άτομο που την εκτελεί (Stevens, 1987). Επίσης, σύμφωνα με τον υπαρξισμό ο άνθρωπος διαθέτει έμφυτη την ικανότητα για προσωπική ανάπτυξη και αυτοπραγμάτωση, γιατί είναι ον λογικό, κοινωνικό, προοδευτικό και ρεαλιστικό. Ο άνθρωπος τείνει προς την υγεία, έχει δηλαδή μία «οργανισμική» τάση προς την υγεία. Τονίζεται, έτσι, η σπουδαιότητα του εαυτού ως ενωτικής και καθοδηγητικής δύναμης στη συμπεριφορά (Μαλικιώση – Λοΐζου, 1999).
Η Φαινομενολογική θεωρία προσπαθεί να κατανοήσει την ανθρώπινη συμπεριφορά από την άποψη του ίδιου του ατόμου, εκ των έσω και όχι ως παρατηρητής. (Μαλικιώση – Λοΐζου, 1999). Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει κάτι το αντικειμενικά ορθό ή λάθος για το πρόσωπο, ούτε στη συμπεριφορά, ούτε στην προσωπικότητά του. Η φαινομενολογική προσέγγιση στην ψυχολογία αποτελεί μέρος μιας σημαντικής προσπάθειας πολλών κλινικών επιστημόνων να λάβουν υπόψη τους την ανθρώπινη εμπειρία όπως αυτή προκύπτει. Αυτή η οπτική στοχεύει στη θεώρηση της ζωής με τον τρόπο που βιώνεται από τον άνθρωπο, δίχως να διασπάται σε επιμέρους τομείς, δίχως να αγνοείται η ανθρώπινη πλευρά της και, τέλος, δίχως να υποβιβάζεται σε ψυχολογικές αρχές και μοντέλα (Κοσμόπουλος, Μουλαδούδης, 2003).
Η θεωρία του Abraham Maslow (1908-1970), είναι μία από τις πρώτες ανθρωπιστικές ψυχολογικές θεωρίες. Τα βασικά σημεία της θεώρησης του Maslow, είναι η αντιμετώπιση του ατόμου ως ενιαίου όλου, χωρίς δηλαδή να κατακερματίζεται σε μέρη με διαφορετικές λειτουργίες, η παραδοχή ότι η έρευνα της ψυχολογίας των ζώων δεν είναι επαρκής για την εξήγηση της ψυχολογίας του ανθρώπου, η ύπαρξη του έμφυτου δυναμικού δημιουργικότητας στον άνθρωπο, η οποία και κινδυνεύει να καταστραφεί από τον «εκπολιτισμό» του ανθρώπου και, τέλος, η πολύ γνωστή θέση του ότι ο άνθρωπος τείνει φυσικά προς την υγεία. (Κοσμόπουλος, Α. 1990).
Από τους πιο γνωστούς θεωρητικούς, ερευνητές και κλινικούς ψυχολόγους της Ανθρωπιστικής Σχολής, υπήρξε ο Carl Rogers (1902-1987), ιδρυτής της προσωποκεντρικής προσέγγισης. Η θεωρία αρχικά ονομάστηκε «μη-διευθυντική», με το σκεπτικό ότι η τάση για αυτοπραγμάτωση είναι έμφυτη στο πρόσωπο και ότι η ευθύνη της συμπεριφοράς, σύμφωνα με τον υπαρξισμό, είναι δική του. Μόνη καθοδηγητική δύναμη αποτελεί ο εαυτός. Στην πορεία, η προσέγγιση διατήρησε τη μη κατευθυντικότητά της, αλλά χαρακτηρίστηκε πια «πελατοκεντρική ή προσωποκεντρική», επειδή επίκεντρο της θεραπείας είναι ο πελάτης και επειδή η αμεσότερη δυνατότητα για ανάπτυξη βρίσκεται μέσα του (Κίρναν, 1977).
(ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ & ΑΝΑΠΤΥΞΗ & ΕΞΕΛΙΞΗ) Η ανάγκη για αυτοπραγμάτωση κατέχει κεντρική θέση στην εξέλιξη του ανθρώπου. Η συμπεριφορά του κατευθύνεται από την τάση αυτή για πραγμάτωση. Έτσι ο άνθρωπος τείνει να διαχωρίζει τις εμπειρίες σε αυτές που γίνονται αντιληπτές ως χαρακτηριστικές του εαυτού του και σε αυτές που δεν θεωρούνται χαρακτηριστικές του εαυτού του (Μαλικιώση – Λοΐζου, 1999).
(ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ) Η απομόνωση, η αποξένωση από τον ίδιο τον εαυτό και το υπαρξιακό νόημα της εμπειρίας του είναι η ψυχική διαταραχή για τον Rogers και έχει τον ακόλουθο μηχανισμό. Το πρόσωπο συμπεριφέρεται πάντα με τρόπο ώστε να διατηρήσει ομαλά συγκροτημένη την αυτοαντίληψή του. Η εικόνα δηλαδή που έχει σχηματίσει το πρόσωπο για τον εαυτό του να τείνει προς αυτήν του Ιδανικού Εαυτού, του επιθυμητού (από το ίδιο το πρόσωπο) εαυτού. Επιπλέον συμπεριφέρεται με τέτοιον τρόπο ώστε να διαφυλάξει στον ψυχισμό του την αρμονική συνύπαρξη της αυτοαντίληψης και των διαφόρων εμπειριών (Ποταμιάνος & συν., 1998). Σύμφωνα με έναν άλλο υπαρξιστή θεραπευτή της Ανθρωπιστικής Σχολής, τον Viktor Frankl (1905-1997), η διαταραχή, παρουσιάζεται, όταν ο άνθρωπος δεν βρίσκει νόημα στη ζωή του και αισθάνεται αποστέρηση, όταν δηλαδή βιώνει μια κατάσταση που ο Frankl ονομάζει «υπαρξιακό κενό». Ως «υπαρξιακό κενό» νοείται μια αίσθηση κενού, η απώλεια νοήματος της ζωής και η απομόνωση (Ευδοκίμου – Παπαγεωργίου, 1999).
Σύμφωνα με την προσωποκεντρική θεωρία η αιτία της ψυχικής διαταραχής είναι η ασυμφωνία ανάμεσα στην εμπειρία και στην αντίληψη του εαυτού. Όταν, για παράδειγμα, ένα άτομο πιστεύει και θέλει να κινηθεί προς μία κατεύθυνση, αλλά πράττει τελείως αντίθετα εμφανίζεται ξεκάθαρα η ασυμφωνία ανάμεσα στο εγώ και την εμπειρία. Σ’ αυτήν την περίπτωση το άτομο αρχίζει να βιώνει αρνητική αυτοεκτίμηση και σταδιακά φτάνει στην ψυχική διαταραχή. Στην συνέχεια αναπτύσσονται μηχανισμοί άμυνας που παραμορφώνουν τις εμπειρίες του ατόμου. Το άτομο αναγκάζεται να λειτουργήσει με μηχανισμούς άμυνας προκειμένου να μειώσει αυτήν την ασυμφωνία ανάμεσα στην εμπειρία και την αντίληψη του εαυτού (Γεωργίου, 2003).

1.    Βασικές Θεραπευτικές Σχολές

Βασικά στοιχεία ψυχοθεραπείας
Ψυχοθεραπεία, είναι μία σχεδιασμένη, συναισθηματικά φορτισμένη, εμπιστευτική αλληλεπίδραση ανάμεσα σε έναν εκπαιδευμένο, κοινωνικά αναγνωρισμένο, θεραπευτή και σε κάποιον που υποφέρει (Myers, D.G., 1995).
Όλες οι μορφές ψυχοθεραπείας, ανεξάρτητα από την θεωρία στην οποία βασίζονται, έχουν κάποιες κοινές βασικές αρχές. Αυτές συμπεριλαμβάνουν την ύπαρξη ενός πελάτη ή ασθενή και την ύπαρξη ενός θεραπευτή ή διευκολυντή καθώς επίσης και την ύπαρξη μιας ιδιαίτερης σχέσης μεταξύ τους. Όλες οι μέθοδοι ψυχοθεραπείας βασίζονται σε κάποια θεωρία για τα αίτια που προκάλεσαν τα προβλήματα του πελάτη-ασθενή. Όσοι υπόκεινται σε ψυχοθεραπεία μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες:
  • στους εσωτερικούς ασθενείς: τέτοιοι είναι οι νοσοκομειακοί ασθενείς, οι τρόφιμοι ψυχιατρείων κ.λπ. που είναι έγκλειστοι, καθώς η σοβαρότητα της κατάστασής τους είναι τέτοια που μπορεί να απειλούν τον εαυτό τους ή άλλους. Η νοσηλεία τους μπορεί να κρατήσει από μερικές μέρες έως και χρόνια. Η θεραπεία τους σχεδόν πάντα περιλαμβάνει και ψυχοφαρμακευτική αγωγή. Είναι συνήθως άνδρες, ηλικιωμένοι ενήλικες και προέρχονται από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα.
  • και τους εξωτερικούς ασθενείς: αυτοί υπόκεινται σε ψυχοθεραπεία, ενώ ζουν στην κοινότητα. Είναι συνήθως γυναίκες (σπανιότερα άνδρες), ενήλικες μα νεώτερες από τους εσωτερικούς ασθενείς και προέρχονται από τις μεσαίες ή τις ανώτερες κοινωνικο-οικονομικές τάξεις (Bernstein D.A. et al. 1997).
Παρ’ όλο που, όπως θα δούμε και πιο κάτω, κάθε θεωρία είναι ξεχωριστή και ακολουθεί άλλες ψυχοθεραπευτικές μεθόδους ή ποιότητες, σχεδόν οι μισοί θεραπευτές θεωρούν τους εαυτούς τους εκλεκτικούς θεραπευτές. Αυτό σημαίνει ότι λειτουργούν μέσα από ένα συνδυασμό θεωριών, ανάλογα με τον πελάτη-ασθενή και το πρόβλημα που αναφέρεται κάθε φορά (Myers, D.G., 1995).

Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεία
Σχεδόν κάθε μορφή της νεότερης ψυχοθεραπείας οφείλει πολλά ή λίγα στην ψυχανάλυση (Corsini & Wedding, 1995). Η κλασική ψυχανάλυση ξεκίνησε με τη χρήση της τεχνικής της ύπνωσης. Σύντομα, όμως, ο Freud είδε ότι τα αποτελέσματα, μολονότι εντυπωσιακά, δεν θεράπευαν ολοκληρωτικά το πρόβλημα ή δε διαρκούσαν πολύ. Σταμάτησε να χρησιμοποιεί την ύπνωση και πέρασε στην τεχνική των ελεύθερων συνειρμών. Ζητούσε από τον/την ασθενή να ξαπλώσει σε έναν καναπέ και να μιλήσει στην κυριολεξία για οτιδήποτε σκεφτόταν, για οποιεσδήποτε αναμνήσεις ή εικόνες του/της έρχονταν στο μυαλό (Bernstein D.A. et al. 1997).
Στόχος των ψυχαναλυτών είναι να φέρουν στο συνειδητό όλα τα απωθημένα ένστικτα και ενορμήσεις, ώστε οι ασθενείς να μπορούν να τα αντιμετωπίσουν. Εντοπίζουν τις αντιστάσεις των ασθενών και ερμηνεύουν, όσα υποδηλώνουν υποβόσκουσες επιθυμίες, συναισθήματα και συγκρούσεις (Myers, D.G., 1995). Επομένως «η ψυχανάλυση έχει δίκαιο να είναι δύσπιστη. Οτιδήποτε παρακωλύει τη συνέχιση της εργασίας είναι αντίσταση» (Freud, 1995, σελ. 452).
Ο Freud πίστευε ότι ένας ακόμα δρόμος για την πρόσβαση στο ασυνείδητο είναι και τα όνειρα με το λανθάνον περιεχόμενό τους. Στην πορεία της θεραπείας οι ασθενείς βιώνουν έντονα θετικά ή αρνητικά συναισθήματα προς τον/την θεραπευτή και αυτό ονομάζεται μεταβίβαση – μεταβιβάζονται δηλ προς το πρόσωπου του θεραπευτή τα συναισθήματα που έχουν προς άλλα σημαντικά πρόσωπα της ζωής τους (Myers, D.G., 1995).
            Έτσι η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία προχωράει ως προς τα εξής στάδια:
  • το στάδιο του ανοίγματος: όπου το οτιδήποτε κάνει ή εκφράσει ο ασθενής γίνεται αντικείμενο παρατήρησης και καταγραφής για να χρησιμοποιηθεί αργότερα στη θεραπεία,
  • το στάδιο της ανάπτυξης της μεταβίβασης: όπου ο αναλυτής αποκτά σημαντικό συναισθηματικό ρόλο στη ζωή του ασθενή του,
  • την ανάλυση της μεταβίβασης (δηλ την ερμηνεία της)
  • και τη λύση της (Corsini & Wedding, 1995).

Γνωστική – Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία
Στη Θεραπεία της Συμπεριφοράς, οι θεραπευτές βοηθούν τους πελάτες να αντιμετωπίσουν τα ψυχολογικά τους προβλήματα ως προβλήματα που προκύπτουν από μαθημένες συμπεριφορές, που μπορούν να αλλάξουν, χωρίς να χρειαστεί πρώτα να ψάξουν για κρυμμένα νοήματα και υποβόσκουσες διεργασίες (Bernstein D.A. et al. 1997).
Κάποια από τα αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά της θεραπείας της συμπεριφοράς είναι τα ακόλουθα:
  • Ανάπτυξη καλής σχέσης θεραπευτή – πελάτη. Όπως σε όλες τις μορφές ψυχοθεραπείας, μια καλή θεραπευτική σχέση ενισχύει την εμπιστοσύνη του πελάτη στην αλλαγή και διευκολύνει την ελεύθερη έκφραση και συνεργασία των δύο μερών.
  • Προσεκτική καταγραφή και ιεράρχηση των σκέψεων και των συμπεριφορών που χρειάζεται να αλλαχθούν.
  • Ο θεραπευτής λειτουργεί σαν «δάσκαλος» αναθέτοντας στον πελάτη εργασίες για το σπίτι, παρέχοντάς του θεραπείες βασισμένες στη μάθηση και βοηθώντας τον στο να καταστρώνει σχέδια αντιμετώπισης προβλημάτων.
  • Συνεχής έλεγχος και αξιολόγηση της πορεία της θεραπείας σε συνδυασμό με διαρκείς τροποποιήσεις και προσαρμογές που κρίνονται αποτελεσματικές (Bernstein D.A. et al. 1997).
Η βασική τεχνική της θεραπείας της συμπεριφοράς είναι η συστηματική απευαισθητοποίηση. Η τεχνική αυτή βασίζεται στην υπόθεση ότι δε μπορεί κανείς να είναι αγχωμένος και ήρεμος την ίδια στιγμή. Επομένως, αν κανείς μπορεί επανειλημμένα να χαλαρώνει, ενώ αντιμετωπίζει ένα αγχογόνο ερέθισμα, μπορεί σταδιακά να εξαλείψει το άγχος. Αρκεί να προχωρήσει σταδιακά (Myers, D.G., 1995).
Άλλες τεχνικές είναι η μίμηση προτύπων (όταν ο ασθενής παρακολουθεί άλλους να εκτελούν την επιθυμητή συμπεριφορά), η θετική ενίσχυση της επιθυμητής συμπεριφοράς, η εξάλειψη της ικανοποίησης που ακολουθεί μια ανεπιθύμητη συμπεριφορά, η αποστρεπτική μάθηση (όταν εισάγεται μια δυσάρεστη συνθήκη, που δημιουργεί αποστροφή, ταυτόχρονα με την εκτέλεση της ανεπιθύμητης συμπεριφοράς) και η τιμωρία, η οποία είναι μια αρνητική συνέπεια που ακολουθεί τη δυσάρεστη συμπεριφορά (Bernstein D.A. et al. 1997).
Η πιο διαδεδομένη από τις γνωστικό-συμπεριφορικές προσεγγίσεις στην ψυχοθεραπεία είναι η λογικο-θυμική θεραπεία της συμπεριφοράς του Albert Ellis (1973-2007). Η προσέγγιση αυτή βασίζεται στην αρχή ότι ο ασθενής, ενώ γεννιέται με την απόλυτη δυνατότητα για λογική, βασανίζεται από παράλογες, επίκτητες, γενικευμένες ιδέες (Corsini & Wedding, 1995). Επιγραμματικά μερικές από αυτές είναι οι εξής:
  • Παράλογες πεποιθήσεις «Αν συμβεί κάτι καλό, θα ακολουθήσει κάτι άσχημο».
  • Εσφαλμένοι συλλογισμοί «Απέτυχα σε αυτή την προσπάθεια, άρα πρέπει να είμαι ανίκανος».
  • Δυσλειτουργικές προσδοκίες «Αν κάτι είναι να πάει στραβά, θα πάει στραβά».
  • Αρνητική θεώρηση του εαυτού μου «Δεν κάνω τίποτε σωστό».
  • Διαστρέβλωση της μνήμης «Η ζωή είναι φρικτή – έτσι ήταν πάντα».
  • Δυσπροσαρμοστική προσοχή «Είναι καλύτερα να μη σκέφτομαι· άλλωστε δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να κάνει κανείς».
  • Στρατηγικές αυτό – ήττας «Θα απορρίψω τους άλλους πριν με απορρίψουν και θα δω αν με συμπαθούν ακόμη» (Pervin & John, 2001).
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας, λοιπόν, ο θεραπευτής προσπαθεί να κάνει μία σειρά πραγμάτων, όπως:
  • οποιοδήποτε συναίσθημα κι αν εκφράσει ο ασθενής, ο θεραπευτής προσπαθεί να επικεντρώνεται στην παράλογη ιδέα.
  • να μη διστάζει να αντιπαρατεθεί με τον πελάτη.
  • να είναι ένα βήμα μπροστά από τον ασθενή.
  • να χρησιμοποιεί τα πιο δυνατά του επιχειρήματα.
  • να μην επηρεάζεται από την καταπόνηση του ασθενή.
  • να είναι αρκετά αυστηρός και ταυτόχρονα να δείχνει την πλήρη αποδοχή και εμπιστοσύνη του προς τον ασθενή.
  • να κάνει τον ασθενή να δει ο ίδιος το παράλογο των ιδεών του.
  • να χρησιμοποιήσει ηθελημένα σκληρή γλώσσα όπου χρειάζεται.
  • να δείχνει κατανόηση προς τον ασθενή, χωρίς να επιδοκιμάζει τις παράλογες ιδέες του.
  • να ελέγχει συνεχώς τη φαινομενική κατανόηση του ασθενή για όσα τον διδάσκει.
  • τέλος, ειδικότερα στις πρώτες συνεδρίες, προσπαθεί να είναι αυτός που μιλά και εξηγεί πιο πολύ (Corsini & Wedding, 1995).
Στην πράξη τα όσα περιγράφηκαν πιο πάνω ως θεραπευτικοί χειρισμοί κατακτώνται κατά τη διάρκεια των συνεδριών σε τρεις φάσεις. Αρχικά έχουμε την επιχειρηματολογία και τη διαδικασία πειθούς από πλευράς του θεραπευτή, ώστε ο ασθενής να αναγνωρίσει τον παράλογο χαρακτήρα των σκέψεων, των ιδεών και των γνωστικών διεργασιών του. Στο σημείο αυτό ο θεραπευτής προσπαθεί να καταστήσει σαφές ότι υπάρχει δυνατότητα αλλαγής, αν ο ασθενής αποφασίσει ενεργά να αλλάξει τον τρόπο σκέψης του. Σε μία δεύτερη φάση, θεραπευτής και ασθενής δουλεύουν για την αλλαγή των παράλογων σκέψεων σε λογικές. Στην τελευταία φάση της λογικο-θυμικής θεραπείας, ο ασθενής διδάσκεται πώς να εξετάζει και να επανεξετάζει διαρκώς τη φιλοσοφία ζωής του, ώστε να παραμένει πάντα μέσα στα ορθολογικά πλαίσια και να μην υποπέσει ξανά στα ίδια λάθη (Δημητρόπουλος, 2002).

Ανθρωπιστική – Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία
Ο ίδιος ο Rogers βλέπει την ψυχοθεραπεία σαν μία διαδικασία αποδιοργάνωσης και αναδιοργάνωσης του εαυτού, η οποία επικεντρώνεται περισσότερο στο παρόν και όχι στο παρελθόν (Μαλικιώση – Λοΐζου 1999). Στην προσωποκεντρική θεωρία ψυχοθεραπείας, αξίζει να σημειώσουμε ότι μία κεντρική υπόθεσή της είναι το ότι, αν ο ψυχοθεραπευτής διαθέτει μερικές βασικές βοηθητικές ικανότητες (όπως γνησιότητα, ενσυναίσθηση και θετική – άνευ όρων αποδοχή), τότε θα υπάρξουν κάποιες θετικές αλλαγές στη συμπεριφορά του πελάτη (Μαλικιώση – Λοΐζου, 1999).
Αυτές οι έννοιες στον πυρήνα της ψυχοθεραπευτικής δουλειάς του Rogers, αποτελούν μία στάση ζωής απέναντι σε ένα άλλο πρόσωπο και όχι σε έναν «ασθενή». Η ψυχοθεραπεία που επικεντρώνεται στον πελάτη είναι μια θεραπευτική μέθοδος, η οποία είναι προσανατολισμένη στην σχέση μεταξύ ασθενή και θεραπευτή παρά στα συμπτώματα και στη θεραπεία τους. Η χρήση του όρου «πελάτης» αντί για ασθενής δηλώνει την απομάκρυνση της μεθόδου αυτής από το ιατρικό μοντέλο (Μάνος, 1997). Η απομάκρυνση αυτή δηλώνεται και με τη συστηματική και ηθελημένη αποφυγή της χρήσης της διάγνωσης και οποιουδήποτε άλλου στοιχείου που θα μπορούσε να κατηγοριοποιήσει μέρος μόνο του προσώπου του πελάτη (Κίρναν, 1977).
Πιο συγκεκριμένα και πιο αναλυτικά, τα βασικά χαρακτηριστικά της θεραπευτικής σχέσης είναι, κατά τον Ρότζερς, τα παρακάτω:
  • δύο πρόσωπα έρχονται σε ψυχολογική επαφή
  • ο πελάτης είναι αγχωμένος και ευάλωτος και βρίσκεται σε κατάσταση ασυμφωνίας με τον εαυτό
  • ο θεραπευτής είναι αληθινός μέσα στη σχέση
  • είναι ολόκληρος και σε κατάσταση συμφωνίας με τον εαυτό του, τόσο εξωτερικής όσο και εσωτερικής
  • ο θεραπευτής (σύμβουλος) αισθάνεται μια άνευ όρων θετική αποδοχή για τον πελάτη του
  • επίσης νιώθει για τον πελάτη μια «ενσυναισθητική» κατανόηση και του κοινοποιεί, του κάνει γνωστή, αυτή του την εμπειρία (Κοσμόπουλος, 1990).
Οι συνθήκες που ως τώρα έχουμε αναφέρει θεωρούνται αναγκαίες και επαρκείς για τη δημιουργία του διευκολυντικού κλίματος στη θεραπευτική σχέση. Η πορεία της θεραπείας, επιγραμματικά έχει ως εξής:
·        απελευθέρωση συναισθημάτων
  • αλλαγή στον τρόπο βίωσης της εμπειρίας
  • στροφή προς τη σύγκλιση εμπειρίας – εαυτού
  • στροφή προς την παρουσίαση του εαυτού μέσα σε κλίμα αυτοαποδοχής
  • αλλαγή στη σχέση του προσώπου με το πρόβλημά του (αναγνώριση και ανάληψη προσωπικής ευθύνης)
  • αλλαγή στον τρόπο σχετίζεσθαι
  • κατάκτηση ενός πιο ανοικτού και ελεύθερου τρόπου ζωής
  • απαλλαγή από μηχανισμούς άμυνας (Μαλικιώση – Λοΐζου, 1999).

Συστημική Ψυχοθεραπεία

Στα πρώιμα στάδιά της η συστημική θεραπεία βασίστηκε στην κυβερνητική, η οποία αφορούσε τη μελέτη και τον έλεγχο πολύπλοκων τεχνικών συστημάτων. Η συστημική θεραπεία δεν απευθύνεται στον θεραπευόμενο σε ατομικό επίπεδο, όπως κάνουν συνήθως οι περισσότερες ψυχοθεραπευτικές σχολές. Απευθύνεται σε αυτόν σε σχέση και σε αλληλεπίδραση με την ομάδα, το σύστημα, στο οποίο ανήκει, τα μοτίβα μέσα στοσύστημα και τις δυναμικές του συστήματος. (http://en.wikipedia.org/wiki/Psychotherapy)
Η συστημική θεραπεία έχει τις ρίζες της στη Σχολή του Μιλάνου και στη θεραπεία των οικογενειακών συστημάτων. Προσεγγίζει τα προβλήματα με τρόπο πρακτικό παρά αναλυτικό. Δεν επιδιώκει να αναγνωρίσει παρελθούσες αιτίες ούτε και να ανακαλύψει διαγνώσεις. Κυρίως προσπαθεί να εντοπίσει τα αδρανή μοτίβα συμπεριφοράς μέσα σε ομάδες ανρθώπων (π.χ. οικογένεια, επιχείρηση) και να τα ονοματίσει ευθέως, ανεξάρτητα από αιτίες κι αφορμές. Ο θεραπευτής δεν κατέχει τη δύναμη να αλλάξει το σύστημα. Μπορεί μόνο να βοηθήσει το σύστημα να αλλάξει μόνο του, παρεμβαίνοντας με δημιουργικά αγγίγματα.
Gestalt Ψυχοθεραπεία
Θεμελιωτής της θεραπείας Gestalt (gestalt στα γερμανικά σημαίνει μορφή, όλον) υπήρξε ο Fritz Perls (1893-1970) και οι βασικές αρχές της, συνοπτικά είναι οι εξής:
  1. Ο άνθρωπος συγκροτεί ένα σύνολο που αποτελείται από μέρη στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Κανένα από αυτά δεν μπορεί να γίνει κατανοητό ανεξάρτητα και έξω από το σύνολο.
  2. Οι άνθρωποι επιλέγουν οι ίδιοι τους τρόπους με τους οποίους θα δράσουν. Δεν απαντούν, δεν αντιδρούν σε εξωτερικά ή εσωτερικά ερεθίσματα, αλλά δρουν. Κάνουν επιλογές γιατί έχουν ελευθερία βούλησης (υπαρξισμός) και πλήρη επίγνωση σκέψεων, ιδεών, συναισθημάτων, αισθήσεων.
  3. Οι άνθρωποι αυτοκατευθύνονται και έχουν τη δυνατότητα να ορίζουν με επιτυχία τη ζωή τους.
  4. Οι άνθρωποι βιώνουν τον εαυτό τους μόνο στο παρόν.
  5. Οι άνθρωποι δεν είναι βασικά ούτε καλοί ούτε κακοί (Μαλικιώση – Λοΐζου, 1999).
Το τελευταίο αναλυτικότερα περιγράφεται ως μία κίνηση του ατόμου ανάμεσα στα άκρα του δίπολου «καλός – κακός», ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάθε φορά (Γεωργίου, 2003).
Όλη η θεραπευτική τακτική και διαδικασία στη θεραπεία Gestalt είναι εστιασμένη στο «εδώ και τώρα», στο παρόν των εμπειριών και των βιωμάτων. Επομένως, ο ψυχοθεραπευτής μένοντας στο «εδώ και τώρα», διαρκώς επικεντρώνεται στο παρόν και προσπαθεί να ανακαλύψει τις δυνάμεις που εμποδίζουν την ανάπτυξη και την ευελιξία της προσωπικότητας του ασθενή (Μαλικιώση – Λοΐζου, 1999).
Η επικέντρωση στο παρόν είναι η μόνη που έχει κάποια σημασία για τον Perls, επειδή το παρελθόν τη στιγμή της συνεδρίας δεν υφίσταται πια και το μέλλον δεν έχει καν υπάρξει. Όλα αυτά ταιριάζουν με την αντίληψη του Perls, ότι η θεραπεία Gestalt είναι μία βιωματική και όχι μία λεκτική διαδικασία. Όλες οι αναφορές που αποφεύγουν το παρόν διακόπτουν τη ροή της εμπειρίας του ασθενή και της επαφής του με τον εαυτό του. Το παρόν δηλαδή για τον Perls δεν αποτελεί απλά μία χρονική στιγμή, αντίθετα είναι η ενωτική δύναμη που διαμορφώνει ένα συνεχές ρεύμα συνείδησης, όπως τα καρέ μίας κινηματογραφικής ταινίας, που αυξάνουν την επίγνωση λεπτό προς λεπτό (OLeary, 1995).
Τα πέντε βήματα από τα οποία περνά ο ασθενής καθώς προχωρά προς την επίγνωση είναι:
·        Η απομάκρυνση από τα κλισέ και την απάτη που συχνά χρησιμοποιεί ο ασθενής για να αποφύγει την ουσιαστική επαφή με τον εαυτό και τους άλλους (π.χ. σχόλια για τον καιρό)
·        Η απομάκρυνση από τους ρόλους που συχνά παίζουν οι άνθρωποι για να αποφύγουν να έρθουν σε επαφή με τον πραγματικό, βαθύτερο εαυτό τους.
·        Το αδιέξοδο που βιώνει ο ασθενής ως αποτέλεσμα της απομάκρυνσής του από τα κλισέ και το παίξιμο ρόλων.
·        Η ενδόρρηξη, είναι η ακαμψία που βιώνει ο ασθενής από την αμφίρροπη δράση δύο ίσων δυνάμεων που υπάρχουν μέσα του και χαρακτηρίζεται από φόβο. Ο Perls αναφέρει ότι το στρώμα της ενδόρρηξης είναι αυτό που ο Freud είχε θεωρήσει ως ένστικτο θανάτου.
·        Η έκρηξη είναι η στιγμή της ενόρασης του ασθενή, η στιγμή της επαφής πια με τον εαυτό και της πλήρους επίγνωσης (OLeary, 1995).

 1.    Βασικές Κατηγορίες Ψυχοπαθολογίας
 Ψυχωτικές διαταραχές
Τέτοιες διαταραχές είναι η σχιζοφρένεια, η παραληρητική διαταραχή, η βραχεία ψυχωτική διαταραχή, η ψυχωτική διαταραχή προκαλούμενη από ουσίες κ. ά. Ο ψυχωτικός αναφέρεται σε παραληρητικές ιδέες, σε ψευδαισθήσεις, τις οποίες το άτομο αναγνωρίζει ως τέτοιες, έχει αποδιοργανωμένο λόγο και αποδιοργανωμένη ή κατατονική συμπεριφορά (Μάνος, 1997).
Διαταραχές της διάθεσης ή συναισθηματικές διαταραχές
Συναισθηματική διάθεση είναι η καθολικός και σταθερός συναισθηματικός τόνος  που βιώνεται εσωτερικά από το άτομο και σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να επηρεάσει σε πολύ μεγάλο βαθμό όλες κυριολεκτικά τις πλευρές της συμπεριφοράς ενός ατόμου. Τέτοιες είναι η κατάθλιψη, η έξαρση και ο θυμός. Διαταραχές της διάθεσης είναι οι καταθλιπτικές και οι διπολικές διαταραχές (Μάνος, 1997).
Αγχώδεις διαταραχές
Το άγχος είναι η δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση που περιλαμβάνει αισθήματα ένταση, φόβου ακόμα και τρόμου σαν απάντηση σε κίνδυνο του οποίου η πηγή είναι είτε άγνωστη είτε μη αναγνωρίσιμη ή ακόμα είναι ελάχιστη σε σχέση με την ένταση της οργανικής και ψυχολογικής αντίδρασης που προκαλεί. Οι αγχώδεις διαταραχές είναι οι πιο συχνές στο ψυχιατρικές διαταραχές στο γενικό πληθυσμό. Τέτοιες είναι οι φοβίες, η διαταραχή πανικού, η ψυχαναγκαστική καταναγκαστική διαταραχή, η γενικευμένη αγχώδης διαταραχή, σωματόμορφες διαταραχές, οι διαταραχές του ύπνου, στην πρόσληψη τροφής κ.ά (Μάνος, 1997).
Διαταραχές της προσωπικότητας
Θεωρούμε ότι έχουμε διαταραχή της προσωπικότητας όταν τα στοιχεία της προσωπικότητας είναι τόσο δυσπροσαρμοστικά και δύσκαμπτα που προκαλούν είτε σημαντική έκπτωση της λειτουργικότητας είτε υποκειμενική έντονη ενόχληση. Χαρακτηρίζονται από άκαμπτες και δυσλειτουργικές αντιδράσεις στο στρες, επηρεάζουν ολόκληρη τη ζωή του ατόμου, επιφέρουν σημαντική αναπηρία στις τρεις βασικές διαστάσεις της ζωής (αγάπη, εργασία, διασκέδαση). Συχνά το άτομο αποδίδει τα προβλήματα στο περιβάλλον του και όχι στον εαυτό του. Κάποιες από τις διαταραχές της προσωπικότητας είναι η παρανοειδής, η σχιζοειδής, η αντικοινωνική, η μεταιχμιακή, η ναρκισσιστική κ.ά. (Μάνος, 1997).
Γνωστικές διαταραχές
Αυτό που χαρακτηρίζει τις γνωστικές διαταραχές είναι η ύπαρξη ενός κλινικά σημαντικού ελλείμματος σε κάποια ή κάποιες από τις γνωστικές λειτουργίες (μνήμη, κρίση, προσανατολισμός κ.λπ.). Η αιτιολογία τους συνήθως βρίσκεται σε μια γενική ιατρική κατάσταση, σε κάποια ουσία ή στο συνδυασμό και των δύο. Τέτοιες διαταραχές είναι το παραλήρημα, η άνοια, η αμνησική διαταραχή κ. ά. (Μάνος, 1997).
Διαταραχές σχετιζόμενες με ουσίες
Τέτοιες είναι οι διαταραχές χρήσης ουσιών όπως η κατάχρηση και η εξάρτηση και οι διαταραχές προκαλούμενες από ουσίες. Στη δεύτερη κατηγορία εκτός από ψυχωτικές διαταραχές, διαταραχές της διάθεσης ή της προσωπικότητας, που προκαλούνται από τη χρήση ουσιών, περιλαμβάνεται η τοξίκωση από ουσίες και η στερητική διαταραχή από ουσίες (Μάνος, 1997).