Η Ψυχολογία στη… Φυλακή:(B)

Γ. ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ – ΟΜΑΔΑ
 1.    Η Ψυχολογία της Επικοινωνίας
Η επικοινωνία
Ας προσπαθήσουμε, ξεπερνώντας τα αυτονόητα περί σπουδαιότητας της επικοινωνίας, να ορίσουμε ή καλύτερα να περιγράψουμε το τι είναι επικοινωνία. Επικοινωνία, λοιπόν, είναι εκείνη η διαδικασία κατά την οποία ένας πομπός, έχει ένα μήνυμα που θέλει να αποστείλει, το κωδικοποιεί, το εκπέμπει, το μήνυμα ακολουθεί μια πορεία μετάδοσης, λαμβάνεται από το δέκτη, αποκωδικοποιείται και ερμηνεύεται από αυτόν.
Αυτή όμως η διαδικασία δεν είναι μια γραμμική, αυτόματη ή μηχανική λειτουργία. Εκτός από τους δύο, τουλάχιστο, συμμετέχοντες παρεμβαίνουν στην ανθρώπινη επικοινωνία μια σειρά από παράμετροι, άλλοι εμφανείς, ορατοί και συνειδητοί κι άλλοι μάλλον δυσδιάκριτοι ή και σχεδόν ‘’αόρατοι’’, δηλαδή ασύνειδοι. Πέρα, λοιπόν, από τα προφανή, δηλαδή την κωδικοποίηση και αποκωδικοποίηση, τη διαδικασία εκπομπής και λήψης, το μέσο ή και το κανάλι επικοινωνίας, το όλο περιβάλλον επικοινωνίας και την ερμηνεία του μηνύματος, υπάρχουν κι άλλοι πολλοί παράγοντες. Όπως, ενδεικτικά, ο χώρος και ο χρόνος επικοινωνίας, οι ρόλοι και οι ιδιότητες των συμμετεχόντων, η φυσική τους κατάσταση, οι θέσεις/διαθέσεις και απόψεις του καθενός, η αντίληψη και η μνήμη του, οι προσδοκίες, οι προηγούμενες εμπειρίες. Για το λόγο αυτό, στις περισσότερες περιπτώσεις επικοινωνίας -ειδικά δε σε χώρους ιδιαίτερης ευαισθησίας, όπως οι φυλακές- χρειάζεται όχι μόνο να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί, αλλά να έχουμε τη μέριμνα να λειτουργούμε συνεχώς αναστοχαστικά ως προς τις δεξιότητες επικοινωνίας μας και να φροντίζουμε, με κάθε ευκαιρία, να τις βελτιώνουμε και αναπτύσσουμε.
Θα κλείσουμε το μικρό αυτό εισαγωγικό κεφάλαιο, σημειώνοντας ότι η ανοιχτή και υγιής επικοινωνία, η ειλικρίνεια, ο σεβασμός στην προσωπικότητα και τις αξίες του συναδέλφου, είναι απαραίτητες προϋποθέσεις στην ανάπτυξη και διατήρηση καλών σχέσεων. Κι ας μην ξεχνάμε ότι η ανοιχτή και αποτελεσματική επικοινωνία στο χώρο της εργασίας αφορά το πώς μιλάμε, τον τρόπο που ακούμε τους άλλους και, τέλος, τη γλώσσα του σώματος.

Λεκτική – μη λεκτική επικοινωνία  
Όλοι γνωρίζουμε το ‘’αυτονόητο’’, ότι δηλαδή ο κυρίαρχος τρόπος επικοινωνίας μας είναι μέσο του λόγου, γραπτού ή προφορικού. Αυτόν θεωρούμε σημαντικό και αυτόν χρησιμοποιούμε. Αυτός, επίσης, μάς είναι πολύτιμος και ως το βασικό διαφοροποιητικό στοιχείο του ανθρώπου έναντι των άλλων έμβιων όντων. Στη λεκτική, λοιπόν, επικοινωνία, όπως η επιστήμη την ορίζει, στηριζόμαστε, σε αυτήν επενδύουμε, σε αυτήν εκπαιδευόμαστε από μικρά παιδιά, αυτήν διδασκόμαστε στο επίσημο σχολείο.
Όταν, ωστόσο, επικοινωνούμε, σχεδόν πάντοτε, μεταδίδουμε και μη λεκτικά μηνύματα. Η γλώσσα του σώματος είναι τα μηνύματα που μεταδίδουμε με τη γενικότερη στάση μας. Ο τρόπος που κοιτάμε, που καθόμαστε ή που χειρονομούμε, καθώς επίσης και ο τόνος της φωνής μας, μεταδίδουν πολύ περισσότερα μερικές φορές από αυτά που λέμε. Η δε επιστημονική έρευνα έχει καταδείξει ότι παράμετροι της μη λεκτικής επικοινωνίας είναι σαφέστατα υπέρτεροι και πιο καθοριστικοί στο επικοινωνιακό γίγνεσθαι.
Ένα ακόμη σημείο που χρειάζεται να θίξουμε είναι το ζήτημα της συμφωνίας λεκτικής και μη λεκτικής επικοινωνίας. Η συμφωνία των δύο τρόπων (λεκτικού και μη λεκτικού) μετάδοσης μηνυμάτων αποτρέπει παρεξηγήσεις και βοηθάει στην ειλικρινή επικοινωνία. Σε αντίθετη όμως περίπτωση η έλλειψη συνεννόησης, η ασάφεια και πολύ συχνά η σύγκρουση, είναι αναπόφευκτες. Είναι, επίσης, αξιοσημείωτο να επισημάνουμε και εδώ, ότι σε όσες περιπτώσεις έχουμε το φαινόμενο αυτής της ασυμφωνίας, εκείνο το στοιχείο που ο ανθρώπινος νους εμπιστεύεται και αξιοποιεί για να καταλήξει σε συμπέρασμα είναι το μη λεκτικό.
Ας δούμε στη συνέχεια κάποιους χαρακτηριστικούς πίνακες:

ΠΙΝΑΚΑΣ 1. Η ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ‘’ΕΠΙΤΥΓΧΑΝΕΤΑΙ’’
Η έρευνα έχει δείξει ότι η επικοινωνία ‘’επιτυγχάνεται’’ κατά:
  • ¨     65% από τη γλώσσα του σώματος
  •     κατά 18% από τον τόνο της φωνής
  •      κατά 17% από τα λόγια που λέμε και το περιεχόμενος τους
ΠΙΝΑΚΑΣ 2. ‘’ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΕΤΡΑΕΙ’’ ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
 Η έρευνα έχει δείξει ότι στην επικοινωνία ‘’αυτό που μετράει’’ είναι:
  • ¨     κατά 48% το Πώς (το μέσο επικοινωνίας)
  • ¨     κατά 37% το Ποιος (ο πομπός - στάτους)
  • ¨     κατά 15% το Τι (το περιεχόμενο)

ΠΙΝΑΚΑΣ 3. ΜΗ ΛΕΚΤΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ -
                     ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΑΣΗ ΣΩΜΑΤΟΣ 

 ΣΗΜΑΣΙΑ

 Δείχνεις

 ΧΕΙΡΟΝΟΜΙΑ - ΣΤΑΣΗ ΣΩΜΑΤΟΣ

 Όταν
 Γνησιότητα-
 -Ειλικρίνεια

 Ανοίγεις τα χέρια σου, πλησιάζεις τον άλλον, ξεκουμπώνεις και βγάζεις το παλτό σου, κάθεσαι στην άκρη της καρέκλας.
 Εκτίμηση
 της κατάστασης
 Γέρνεις το κεφάλι, ακουμπάς το χέρι στο μάγουλο, γέρνεις το σώμα προς τα εμπρός, πιάνεις το πηγούνι σου.
 Αδιαφορία
 Έχεις πεσμένους τους ώμους σου, περιορισμένη οπτική επαφή,  χαλαρά χείλη, «τυφλές», μη εστιασμένες ματιές.
 Απόρριψη
 Έχεις μπράτσα και πόδια σταυρωμένα, σώμα τραβηγμένο πίσω, πλάγιο βλέμμα, αγγίζεις ή τρίβεις τη μύτη σου.
 Απογοήτευση
 Έχεις σφιγμένα και τρίβεις τα χέρια σου μεταξύ τους, τρίβεις το σβέρκο σου, περνάς τα χέρια μέσα από τα μαλλιά σου.
 Νευρικότητα
 Κινούνται συνεχώς τα μάτια σου, πεταρίζουν» τα χείλη σου, έχεις στόμα ελαφρώς ανοιχτό, κουνάς τα πόδια σου, χτυπάς τα δάχτυλα στο τραπέζι, παίζεις με αντικείμενα.
 Αμυντικότητα
 Έχεις άκαμπτο σώμα, σφιχτά σταυρωμένα μπράτσα και πόδια, περιορισμένη ή καμία οπτική επαφή, σφιγμένες γροθιές, σουφρωμένα χείλη.
 Σιγουριά
 Έχεις περήφανη, όρθια στάση του σώματος, συνεχή οπτική επαφή, όρθια και ενωμένα τα χέρια μπροστά σου ή διπλωμένα πίσω από το κεφάλι, υψωμένο σαγόνι, διακριτικό «πλάγιο» χαμόγελο σιγουριάς.
      
       Πηγή: Ronald Banks, Personal Selling, p. 137.
       Μετάφραση-Απόδοση στα Ελληνικά: Ευγενία Αντωνοπούλου
  
ΠΙΝΑΚΑΣ 4. ΜΗ ΛΕΚΤΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ -
                     ΠΩΣ ΝΑ ΚΑΝΕΤΕ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΝΑ
                     ΝΙΩΘΟΥΝ ΑΝΕΤΑ
   Το να κάνεις τους άλλους να νιώθουν άνετα είναι ένα βασικό βήμα για να αρχίσουν να αντιδρούν ευνοϊκά απέναντί σου, λέει ο Dr.Arnold Lazarus, ψυχολόγος στο Rutgers University. Προτείνει δε τα παρακάτω:

          1. Δώσε την ευκαιρία στους ανθρώπους να ακούσουν τη φωνή σου. Μην περιορίζεσαι απλά στο να κουνάς το κεφάλι σου. Ο ήχος της φωνής σου είναι το πρώτο μέσο αυτοπαρουσίασής σου.
          2. Απόφευγε να μιλάς πάρα πολύ ή πολύ λίγο. Αν έχεις τη συνήθεια να είσαι πολύ σιωπηλός, χρησιμοποίησε περισσότερες λέξεις. Αν έχεις τη συνήθεια να μιλάς πολύ, προσπάθησε να είσαι πιο περιληπτικός. Συχνά οι  άλλοι προτιμούν να μονοπωλούν εκείνοι τη συζήτηση.
          3. Χρησιμοποίησε τη λέξη Εγώ στην κουβέντα σου. Είσαι κάθε άλλο παρά μυστηριώδης, όταν αποκαλύπτεις κάτι για τον εαυτό σου.
          4. Ψάξε για κάτι, το οποίο μπορείς να σχολιάσεις θετικά. Επέλεξε κάτι, το οποίο πραγματικά σου αρέσει σχετικά με το άλλο άτομο και επισήμανέ το σε αυτόν ή αυτήν.
          5. Να μπορείς να αυτοσαρκάζεσαι. Αν πεις μια ιστορία, η οποία δεν είναι ιδιαίτερα κολακευτική για σένα, οι άλλοι αμέσως θα νιώσουν πιο ζεστά μαζί σου.
          6. Άφησε τα συναισθήματά σου να φαίνονται στο πρόσωπό σου. Αν το πρόσωπό σου είναι μια μάσκα, δεν πρόκειται να κάνεις κανένα να νιώσει άνετα.
          7. Διατήρησε την οπτική επαφή με το άλλο άτομο. Κοιτάζοντας το ταβάνι ή το πάτωμα καθώς μιλάς, κάνεις τον ακροατή σου να νιώθει άβολα.


Αρχική πηγή: Dr. Arnold Lazarus, Καθηγητής Ψυχολογίας στο Rutgers University.
Πηγή: Ronald Banks, Personal Selling.                                   
Μετάφραση-Απόδοση στα Ελληνικά: Ευγενία Αντωνοπούλου

Οι 6 λειτουργίες της επικοινωνίας
Είναι εξαιρετικά σημαντικό να γνωρίζουμε ότι η διαδικασία της επικοινωνίας δεν είναι μια ‘’αθώα’’ διαδικασία. Κατά τη διεξαγωγή της επιτελούνται μια σειρά από λειτουργίες, οι οποίες έχουν ειδικό βάρος ακόμη και για την ίδια τη ζωή των δρώντων υποκειμένων, σε ορισμένες περιπτώσεις. Ανάλογα, λοιπόν, με τη λειτουργία την οποία εξυπηρετεί το κάθε επικοινωνιακό συμβάν, καθορίζεται και η διανοητική, συναισθηματική και συμπεριφορική μας αντίδραση. Αν γνωρίζουμε, λοιπόν, καλά για ποιο λόγο επικοινωνούμε είτε εμείς είτε οι άλλοι, μπορούμε και να κατανοήσουμε –ή ακόμη και να προβλέψουμε- φαινομενικά ‘’παράξενες’’ συμπεριφορές.
Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι επικοινωνούμε για να:
¨      Καλύψουμε – ικανοποιήσουμε  ανάγκες
¨      Ενισχύσουμε και διατηρήσουμε την αίσθηση του εαυτού μας
¨      Αναπτύξουμε σχέσεις
¨      Ανταπεξέλθουμε στις κοινωνικές υποχρεώσεις
¨      Ανταλλάξουμε πληροφορίες
¨      Επηρεάσουμε τους άλλους
Στο σημείο αυτό κρίνουμε σκόπιμο να επισημάνουμε ότι δεν έχουν όλες οι λειτουργίες την ίδια βαρύτητα. Εκείνες στις οποίες εμπλέκεται ο εαυτός ή και τα συναισθήματα έχουν μεγαλύτερη ισχύ. Αν μπορούσαμε, λοιπόν, να αποτυπώσουμε τις 6 λειτουργίες με σειρά προτεραιότητας αυτό θα ήταν: Εαυτός, Ανάγκες, Σχέση, Επηρεασμός, Κοινωνικές Υποχρεώσεις, Πληροφόρηση, με πιο καθοριστική ισχύ τεσσάρων πρώτων.

Ρόλος, στάσεις, στάτους
Η σαφήνεια των ρόλων, των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων είναι βασικός παράγοντας στη διαμόρφωση ενός εργασιακού περιβάλλοντος που θα αποτρέπει τις παρεξηγήσεις και τις εντάσεις.
Ο ρόλος του προϊσταμένου σε μια υπηρεσία είναι ίσως ο πιο σημαντικός για την εύρυθμη λειτουργία της. Ο προϊστάμενος με τη στάση του και τη συμπεριφορά του θα συμβάλλει καθοριστικά στη δημιουργία ενός κλίματος συνεργασίας, ειλικρίνειας και ομαλής επικοινωνίας μεταξύ του ίδιου και του προσωπικού.
Η σαφής διατύπωση και τήρηση από πλευράς του των κανόνων λειτουργίας και αρμοδιοτήτων του εργασιακού χώρου δίνει ασφάλεια στους υπαλλήλους, αφού αυτοί γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουν και τι όχι. Η μετάδοση καθαρών εντολών και μηνυμάτων από πλευράς του, η ενίσχυση και η εκτίμηση στο έργο των υφισταμένων του, καθώς και η αντικειμενική αξιολόγηση και κατανόηση των αναγκών και των προβλημάτων τους δημιουργεί κλίμα καλής συνεργασίας.
Ο σεβασμός στην προσωπικότητα και τα εργασιακά δικαιώματα και η ειλικρίνεια, τόσο από την πλευρά των υφισταμένων όσο και από την πλευρά των προϊσταμένων, είναι βασικοί παράγοντες εύρυθμης λειτουργίας της υπηρεσίας, αλλά και προϋπόθεση επίλυσης συγκρούσεων ή προβλημάτων. Επίσης η υπεύθυνη στάση και ο επαγγελματισμός των υπαλλήλων εξασφαλίζουν, με τη σειρά τους, κλίμα ασφάλειας και συνεργατικότητας.

Εμπόδια επικοινωνίας
Η συνομιλία με τους άλλους πρέπει να χαρακτηρίζεται από τη μετάδοση όσο το δυνατόν πιο καθαρών και κατανοητών μηνυμάτων. Το να ακούμε πραγματικά τι θέλουν να μας πουν οι άλλοι, καθαρίζοντας το μυαλό μας από «σενάρια» και προκαταλήψεις, βοηθάει επίσης στην κατανόηση και την αποφυγή παρεξηγήσεων. Αν μπορούσαμε από την εμπειρία μας να ομαδοποιήσουμε τα πιο συνήθη και  χαρακτηριστικά εμπόδια στην επικοινωνία, θα παραθέταμε τα εξής: Βιασύνη, Αγωνία,  Ασάφεια, Αντιφάσεις, Άγχος, Επιλεκτική Ακρόαση, Αλαζονεία, Φόβος, Μορφωτικό Επίπεδο, Επάγγελμα, Καταγωγή, Προσωπικές Πεποιθήσεις (Θρησκεία, Ιδεολογία), Χρόνος, Χώρος, Ερμηνείες, Ιδιότητες και Ρόλοι, Στερεότυπα, Προκαταλήψεις, Προσδοκίες, Προσωπικές Εμπειρίες και Βιώματα, Προσωπικό Πλαίσιο Αναφοράς – Οπτική, Συνήθεια, Συναισθηματική Φόρτιση, Κούραση, Γλώσσα, Κώδικες, Πολιτισμικές Διαφορές, Κωδικοποίηση, Αποκωδικοποίηση, Το Δεδομένο (ή το  Αυτονόητο στην επικοινωνία), Έλλειψη Ανατροφοδότησης, Κανάλια – Μέσα Επικοινωνίας, Παρεμβολές (ή ‘’Θόρυβοι’’ επικοινωνίας), το Egospeak (φαινόμενο κατά το οποίο ενώ είμαστε σε θέση ακρόασης και ενώ υποτίθεται ότι ακούμε τον συνομιλητή μας, την ίδια στιγμή, εμείς σκεφτόμαστε την απάντηση και -ουσιαστικά- ακούμε τον εαυτό μας).
 Η ενεργός ακρόαση
Την πιο βασική δεξιότητα επικοινωνίας αποτελεί αδιαμφισβήτητα Η ΑΚΡΟΑΣΗ, η οποία είναι, ταυτόχρονα, και η βασική προϋπόθεση για αποτελεσματικό διάλογο. Πολύ σημαντικός παράγοντας κατά την υλοποίησή της είναι η προσεκτική ακολουθία των βηματισμών της.

Βήματα ΑΚΡΟΑΣΗΣ

1.      Καθαρή ΑΚΡΟΑΣΗ
2.      Επιβεβαίωση
3.      Ενεργός ΑΚΡΟΑΣΗ (=ενσυναίσθηση)

Αν μπορούσαμε να περιγράψουμε τον ‘’καλό ακροατή’’ τότε θα λέγαμε ότι αυτός: ακούει προσεκτικά, δεν διακόπτει, ακούει όλα όσα λέει ο άλλος, δεν ακούει επιλεκτικά ό,τι θέλει ή ό,τι νομίζει σημαντικό, περιμένει να τελειώσει ο άλλος, τον κοιτάζει προσεκτικά, δεν κοιτάει αλλού, είναι συγκεντρωμένος στον άλλο, είναι εστιασμένος σ’ αυτά που λέει ο άλλος, δεν λέει τα δικά του, ρωτάει ό,τι δε καταλαβαίνει, διατηρεί οπτική επαφή με τον ομιλητή (τον κοιτάζει στα μάτια), έχει κλίση προς το μέρος του, κάνει ήχους (χμ, ναι, αχα), όχι egospeak. Η ακριβώς αντίθετη συμπεριφορά συνήθως χαρακτηρίζει εκείνους τους συνομιλητές που θα χαρακτηρίζαμε ως ‘’κακούς ακροατές’’.
Πέρα, ωστόσο, από τα τυπικά – διαδικαστικά στοιχεία της ακρόασης, ας δούμε πιο αναλυτικά τι την κάνει σημαντική, ποια τα αποτελέσματά της, ποιες οι απαιτήσεις της, ποιες οι μορφές της. «Ο πιο συνηθισμένος και ο σπουδαιότερος τρόπος άσκησης της προσοχής μας γίνεται με την ακρόαση», λέει ο Σκοτ Πεκ (1988). «Ξοδεύουμε μια τεράστια ποσότητα χρόνο ακούγοντας. Το μεγαλύτερο μέρος του πάει στράφι, γιατί κατά κανόνα οι περισσότεροι ακούμε πολύ φτωχά… Η σωστή ακρόαση είναι μια άσκηση της προσοχής και αναγκαστικά σκληρή εργασία. Ο λόγος που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ακούνε σωστά είναι ακριβώς ότι δεν αντιλαμβάνονται αυτό το πράγμα ή ότι δε θέλουν να κάνουν την εργασία».
Στις πιο πολλές περιπτώσεις, όταν ακούμε ενεργά, το τίμημα είναι μεγάλο: αισθανόμαστε κόπωση, οι αισθήσεις μας είναι σε υπερδιέγερση, οι μύες μας είναι καταπονημένοι, ο εγκέφαλος έχει πολλή δουλειά να κάνει, καθώς οι πληροφορίες είναι και πολλές και βαθιές. Έτσι, ο τρόπος που συνήθως διαχειριζόμαστε το ‘’χρέος’’ να ακούμε είναι κάτι από τα παρακάτω: ένας τρόπος είναι να σταματάμε τον άλλο, είτε άμεσα -απαγορεύοντας του ουσιαστικά να μιλάει- είτε έμμεσα αποτρέποντας τον· ένας άλλος, να του επιτρέπουμε μεν την ομιλία χωρίς ωστόσο να τον ακούμε, αφήνοντας τον να φλυαρεί, να μονολογεί, μιλώντας σχεδόν στον αέρα ή στον εαυτό του -αυτό βέβαια εκτός από αναποτελεσματικό είναι πολλές φορές και πολύ κουραστικό καθώς η ομιλία του άλλου μετατρέπεται σε έναν παρασιτικό θόρυβο, πολύ ενοχλητικό και εκνευριστικό-· ένα τρίτος τρόπος είναι να κάνουμε ότι ακούμε, δείχνοντας περιστασιακά με ένα νεύμα ή ένα ‘’χμ’’ ότι το παρακολουθούμε, ενώ εμείς συνεχίζουμε αυτό που ήδη κάνουμε, συνήθως να βυθιζόμαστε στις δικές μας σκέψεις· ένας τέταρτος τρόπος είναι να ακούμε μεν, επιλεκτικά δε, υιοθετώντας ουσιαστικά μιαν εξαιρετικά ‘’έξυπνη’’ στρατηγική … φιλτραρίσματος της ακρόασης η οποία αναπόφευκτα, όταν ο άλλος το συνειδητοποιήσει, μετατρέπεται σε στρατηγική αποτυχίας της.
Ευτυχώς, υπάρχει και ένας πέμπτος τρόπος να ακούμε, αληθινά, αυτή τη φορά, δίνοντας πλήρη και απόλυτη προσοχή στον συνομιλητή μας, ζυγίζοντας κάθε λέξη του, θεωρώντας σημαντική κάθε πληροφορία του, προσπαθώντας να καταλάβουμε κάθε πρότασή του. Σε αυτήν βέβαια την αληθινή ακρόαση, όσο κι αν είναι σύντομη, απαιτείται μεγάλη προσπάθεια. Πρώτα απ’ όλα, επιβάλλεται να έχουμε ολική αυτοσυγκέντρωση. «Δεν μπορείς ν’ ακούς πραγματικά», λέει ο Πεκ (1988) «και ταυτόχρονα να κάνεις κάτι άλλο… ο χρόνος της αληθινής ακρόασης πρέπει να είναι αφιερωμένος αποκλειστικά… Αν δεν είσαι διατεθειμένος να αφήσεις κατά μέρος όλα, μαζί και τις δικές σου σκοτούρες και απασχολήσεις, για τούτο τον ορισμένο χρόνο, τότε δεν είσαι διατεθειμένος αληθινά να ακούσεις».
Τα οφέλη, σε κάθε περίπτωση, μιας τέτοιας εμπειρίας, όμως, δεν μπορεί παρά να είναι σπουδαία. Πρώτα απ’ όλα, αυτή η στάση είναι η καλύτερη δυνατή, η πιο απτή και συγκεκριμένη απόδειξη προς τον άλλο ότι τον εκτιμάς και τον σέβεσαι, ενεργοποιώντας στο μέγιστο αντίστοιχα συναισθήματα για σένα και από εκείνον. Όσο περισσότερο ο άλλος αισθάνεται υπολογίσιμος τόσο περισσότερο κινητοποιείται ώστε να ανταποκριθεί στη θετική σου στάση για κείνον, αυξάνοντας το επίπεδο και την ουσία των όσων λέει. Έτσι, σταδιακά, φτάνει να μοιράζεται μαζί σου πολύτιμα πράγματα και πληροφορίες, τόσο σε γνωστικό όσο και σε συναισθηματικό επίπεδο. Κι όσο πιο πολύ ‘’ανοίγει’’ στην επικοινωνία, τόσο πιο πολύ αναπτύσσεται η σχέση. Και μια τέτοια σχέση, εκτός από επικοινωνιακή μπορεί σταδιακά να μεταμορφωθεί ακόμη και σε διδακτική – αναπτυξιακή. Η σειρά εξέλιξης των πραγμάτων σε μια τέτοια επικοινωνία είναι σαφής: όσο καλύτερα ακούμε τον άλλο, τόσο περισσότερο νιώθει ότι τον εκτιμάμε και τον θεωρούμε σημαντικό· κι όσο περισσότερο το νιώθει αυτό, άλλο τόσο πιο πολύ είναι διατεθειμένος να μας ακούσει και να μας περιβάλλει με την ίδια εκτίμηση.
Κλείνοντας, ας δούμε μερικές ακόμη από τις σκέψεις του Πεκ (1988) για την ενεργό ακρόαση: «Η αληθινή ακρόαση, η ολική συγκέντρωση της προσοχής προς τον άλλον, είναι πάντοτε μια εκδήλωση αγάπης. Ένα βασικό στοιχείο της αληθινής ακρόασης είναι η πειθαρχία της αναστολής, η προσωρινή παραίτηση ή ο παραμερισμός των προκαταλήψεών σου, των πλαισίων σου αναφοράς και των επιθυμιών σου έτσι ώστε να γνωρίσεις όσο το δυνατόν καλύτερα τον κόσμο του άλλου εκ των ένδον… Αυτή η ενοποίηση ομιλητή και ακροατή είναι στην ουσία μια επέκταση και μεγέθυνση του εαυτού μας, και αυτό  μας κάνει πάντοτε να κερδίζουμε καινούριες γνώσεις. Επιπλέον, αφού η αληθινή ακρόαση συνεπάγεται την αναστολή, τον παραμερισμό του εαυτού μας, συνεπάγεται επίσης προσωρινά μιαν ολιστική αποδοχή εκ μέρους μας του άλλου. Έχοντας επίγνωση αυτής της αποδοχής, ο ομιλητής θα νιώθει όλο και λιγότερο τρωτός και θα τείνει όλο και περισσότερο να ανοίξει τις εσωτερικές πτυχές της σκέψης του στον ακροατή…».      

2.    Η Ψυχολογία των Ανθρώπινων Σχέσεων
 Η ανθρώπινη σχέση – σχέση προσώπων
Οι σχέσεις μεταξύ του προσωπικού παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο στην οργάνωση και την αποτελεσματικότητα της εργασίας. Οι διαταραγμένες συναδελφικές σχέσεις (συγκρούσεις, ανταγωνισμοί, κακεντρεχή σχόλια, αγένεια, επιθετικότητα, περιφρόνηση αναγκών) ευθύνονται, επίσης, για την άσχημη ψυχολογική κατάσταση του εργαζόμενου, το μόνιμο άγχος και την ψυχολογική αλλά και σωματική κόπωση και εξουθένωση.
Σημαντικό ρόλο στη δημιουργία και διατήρηση καλών σχέσεων, παίζει και η κατανόηση του γεγονότος ότι στην εργασία μας καταναλώνουμε σχεδόν τη μισή ενήλικη ζωή μας και ότι οι συνάδελφοί μας είναι οι πιο μόνιμοι συνοδοιπόροι στην πορεία μας. Οι διαταραγμένες συναδελφικές σχέσεις λοιπόν, δυσκολεύουν τη μισή μας ζωή. Ιδιαίτερα για το χώρο των φυλακών, η αίσθηση ότι μπορεί κάποιος να στηριχτεί στο συνάδελφό του σε κρίσιμες στιγμές, παρ’ όλες τις διαφορές που μπορεί να υπάρχουν, είναι πολύτιμη. Ιδιαίτερα στους κρατούμενους δεν πρέπει να μεταδίδονται μηνύματα κακής συνεργασίας και ασυνεννοησίας για ευνόητους λόγους που έχουν να κάνουν και με την ασφάλεια.
 Η σημασία της σχέσης κατά τον Carl Rogers και την Ανθρωπιστική Ψυχολογία
Η ιδιαίτερα βαρύνουσα σημασία που έχει η ανθρώπινη σχέση και ο τρόπος που αυτή βιώνεται και εκδηλώνεται στη ζωή των ανθρώπων, έχει υποστηριχθεί, ερευνηθεί και παρουσιαστεί αναλυτικά από τον Carl Rogers, έναν από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της Ανθρωπιστικής Σχολής στην Ψυχολογία. Είναι χαρακτηριστικό το ακόλουθο απόσπασμα:      
«Έχω σχηματίσει την ακόλουθη υπόθεση, η οποία με τον καιρό απέκτησε νόημα για μένα…
Αν μπορέσω να δημιουργήσω μια σχέση που να χαρακτηρίζεται από την πλευρά μου:
από μια γνησιότητα και διαφάνεια, στην οποία είμαι τα αληθινά μου αισθήματα  
από μια θερμή αποδοχή και εκτίμηση του άλλου προσώπου ως ξεχωριστή οντότητα
από μιαν ευαίσθητη ικανότητα να βλέπω τον κόσμο του και εκείνον με τα δικά του μάτια
Τότε το άλλο άτομο στη σχέση:
θα γνωρίσει και θα κατανοήσει πλευρές του εαυτού του που στο παρελθόν είχε καταπνίξει
θα δει τον εαυτό του να γίνεται πιο ολοκληρωμένο (ενιαίο), πιο ικανό να λειτουργεί αποτελεσματικά
θα αρχίσει να γίνεται όλο και πιο πολύ το άτομο που θα ήθελε να είναι
θα γίνει περισσότερο ικανό να αυτοκατευθύνεται και να εμπιστεύεται τον εαυτό του
θα αρχίσει να γίνεται όλο και πιο πολύ ‘’πρόσωπο’’, πιο μοναδικό και με μεγαλύτερη έκφραση του εαυτού
θα μπορέσει να έχει μεγαλύτερη κατανόηση και αποδοχή των άλλων ανθρώπων
θα μπορεί να αντιμετωπίζει τα προβλήματα της ζωής με μεγαλύτερη επάρκεια και άνεση.         
Πιστεύω ότι αυτή η δήλωση ισχύει, είτε μιλώ για τη σχέση μου με έναν πελάτη, είτε με μια ομάδα μαθητών ή συναδέλφων στη δουλειά, είτε για τη σχέση μου με την οικογένειά μου ή με τα παιδιά μου. Νομίζω πως εδώ έχουμε μια γενική υπόθεση, η οποία προσφέρει εκπληκτικές δυνατότητες για την ανάπτυξη δημιουργικών, ανοικτών, αυτόνομων προσώπων.» (Rogers, 1961)
Ο Thomas Gordon, ένας ακόμη εκπρόσωπος της Ανθρωπιστικής Σχολής υποστηρίζει ότι οι σχέσεις αποβαίνουν θετικές και αποτελεσματικές όταν έχουν ειδικά χαρακτηριστικά. Αυτά είναι:
          Σχέσεις ανοικτές (openness), που επιτρέπουν και στα δύο μέρη να επικοινωνούν με ειλικρίνεια και αμεσότητα
          Σχέσεις φροντίδας (caring), που εκφράζουν με αμοιβαίο τρόπο το ενδιαφέρον της μιας πλευράς για την άλλη
          Σχέσεις αλληλεξάρτησης (interdependence) και όχι μονομερούς εξάρτησης της μιας πλευράς από την άλλη
          Σχέσεις διάκρισης (separateness), ώστε να μπορεί τόσο ο εκπαιδευτικός όσο και οι μαθητές να αναπτύσσουν την ατομικότητα τους
          Σχέσεις αμοιβαιότητας (mutual needs meeting), ώστε να μην ικανοποιούνται οι ανάγκες του ενός σε βάρος των αναγκών του άλλου (Κοσμάτος, 1998)

Συνήθη λάθη και σφάλματα επικοινωνίας σε μια ανθρώπινη σχέση
Ας δούμε στη συνέχεια τα πιο βασικά -κατά τον Rogers (1975)- σφάλματα που όλοι μας κάνουμε κατά τη διαδικασία της επικοινωνίας:  
¨      Η τάση να ελέγχουμε και να κατευθύνουμε, π.χ. «θα μου επιτρέψεις να σου πω εγώ τι θα συζητήσουμε σήμερα».
¨      Η αξιολόγηση και η κριτική του άλλου, π.χ. «νομίζω ότι φέρεσαι εγωιστικά», «δεν ήταν τόσο έξυπνο αυτό που είπες».
¨      Το πατρονάρισμα, η ηθικολογία και η τάση να ‘’διδάξουμε’’, π.χ. «θα πρέπει να σέβεσαι τους καθηγητές σου», «η ειλικρίνεια είναι αρετή».
¨      Η τάση για διάγνωση και ‘’ετικετοποίηση’’, π.χ. «υποφέρεις από κόμπλεξ κατωτερότητας».
¨      Η τάση να καθησυχάζουμε τον άλλο είτε με χιούμορ είτε με αλλαγή θέματος, π.χ. «θα γίνεις μια χαρά», «μη στεναχωριέσαι για το μωρό που έχασες, θα κάνεις άλλο!».
¨      Το να μην αποδεχόμαστε τα συναισθήματα του άλλου, π.χ. «μην είσαι απογοητευμένος», «δε θα ‘πρεπε να καυχιέσαι».
¨      Το να δίνουμε συμβουλές – ‘’συνταγές’’, π.χ. «κάλεσέ την να πάτε κάπου μαζί και να συζητήσετε το θέμα».
¨      Η υποβολή πολλών ερωτήσεων συγχρόνως, π.χ. «τώρα πες μου λεπτομέρειες για το πρόβλημά σου, πώς σε βλέπουν οι φίλοι σου, πώς αισθάνεσαι εσύ, τι κάνεις;».
¨      Οι υπερβολικές εξηγήσεις και ερμηνείες της συμπεριφοράς του άλλου, που μπορεί να μην έχουν σχέση με την πραγματικότητα ή με το τι πιστεύει ο ίδιος, π.χ. «η αποτυχία σου στο σχολείο οφείλεται στο ότι νιώθεις πως οι γονείς σου δεν σε αγαπούν, αν δεν είσαι επιτυχημένος, πράγμα που σε εκνευρίζει».
¨      Το να αποκαλύπτουμε πλευρές του εαυτού μας σε λάθος στιγμές, π.χ. «κάτσε να σου πω εγώ τι μου συνέβη σε μια αντίστοιχη περίπτωση».
¨      Το να παίρνουμε ύφος ψυχρό, επαγγελματικό, ‘’ειδικού’’, π.χ. «ως σύμβουλός σου (φίλος, γονιός, δάσκαλος), σου λέω ότι έχεις πολλές αντιστάσεις».
¨      Το να ενθαρρύνουμε –με κάθε τρόπο– την εξάρτηση, π.χ. «όποτε σου παρουσιαστεί κάποιο πρόβλημα, έλα να με βρεις», «θα σου κάνω ένα τεστ που θα σου πει ποιος είσαι και τι θέλεις».
Ας δούμε, επίσης, μερικά ανάλογα σφάλματα επικοινωνίας, σε ένα άλλο πλαίσιο μεν, εξαιρετικά διαφωτιστικά δε αλλά και κοινά με τα αντίστοιχα δικά μας. Ο Nelson-Jones (Δημητρόπουλος, 1999), λοιπόν, συνοψίζει μερικά από τα πιο συνήθη σφάλματα που διαπράττονται από μέρους του Συμβούλου κατά τη διαδικασία της επικοινωνίας του με έναν άλλο άνθρωπο στο συμβουλευτικό πλαίσιο, που κάποτε είναι εμφανή και κάποτε όχι:
¨      Ασκεί υπερβολικό έλεγχο στη συμπεριφορά και στις πρωτοβουλίες του ατόμου.
¨      Κάνει κρίση/κριτική και αξιολόγηση των σκέψεων που διατυπώνει το άτομο.
¨      Κάνει κατήχηση στο άτομο, δίνει συμβουλές, διδάσκει και γενικά προσπαθεί να επιβάλλει απόψεις.
¨      Εντάσσει το άτομο σε κατηγορίες με βάση αυτά που ακούει.
¨      Ψευδοβεβαιώνει το άτομο για το ενδιαφέρον του χωρίς να καταλαβαίνει το πρόβλημά του.
¨      Δεν αποδέχεται τα αισθήματα του ατόμου.
¨      Υπεραπλοποιεί ή κάνει επικίνδυνες ερμηνείες.
¨      Προβάλλει τις δικές του εμπειρίες.
¨      Προσποιείται υπερβολικό επαγγελματισμό κι έτσι παραμελεί τη σχέση.


3.    Η Ψυχολογία της Ομάδας

Στάδια ανάπτυξης της ομάδας

Κάθε ομάδα, σε οποιοδήποτε χώρο καλείται να δράσει και ανεξάρτητα από τα μέλη που τη συναποτελούν περνάει από κάποια στάδια ανάπτυξης. Αναλυτικά:

Ι. ΣΤΑΔΙΟ ΑΝΟΧΗΣ: Τα μέλη ακούν τους άλλους, εξετάζουν την άποψη των άλλων, δέχονται και κάνουν κριτική

ΙΙ. ΣΤΑΔΙΟ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ: Τα μέλη ρωτούν τους άλλους, μοιράζονται εμπειρίες, μοιράζονται την επιτυχία

ΙΙΙ. ΣΤΑΔΙΟ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ: Τα μέλη θυσιάζουν την προσωπική επιθυμία, στην ομαδική απόφαση, πειθαρχούν στους κανόνες της ομάδας, θέτουν την άποψή τους και την υποστηρίζουν με σοβαρά  επιχειρήματα, διατηρούν και αναπτύσσουν την προσωπικότητά τους μέσα και έξω  από την ομάδα

 Προβλήματα και συγκρούσεις στην ομάδα – αίτια
¨       ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΡΟΛΩΝ
¨       ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΕΥΞΗ ΣΤΟΧΟΥ
¨       ΜΕΤΑΘΕΣΗ ΕΥΘΥΝΩΝ
¨       ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ
¨       ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗ – ΜΕΙΩΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
¨       ΑΝΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑ ΑΤΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΜΑΔΙΚΩΝ ΣΤΟΧΩΝ
¨       ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΛΟΓΩ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

 Λύσεις στα προβλήματα της ομάδας

¨       ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΑΙΤΙΩΝ
¨       ΑΛΛΑΓΗ ΣΥΝΘΕΣΗΣ ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ
¨       ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΑΡΧΩΝ – ΣΤΟΧΩΝ
¨       ΑΛΛΑΓΗ ΗΓΕΤΗ
¨       ΠΡΟΛΗΨΗ

Συγκρούσεις στην ομάδα

Ι. ΕΙΔΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΩΝ

ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΕΣ – ΘΕΤΙΚΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ

¨      Αποπροσωποποιημένες στη διαδικασία

¨      Εστιασμένες στην ουσία

¨      Σε κλίμα συνεργασίας

ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ - ΑΡΝΗΤΙΚΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ

¨      Προσωποποιημένες

¨      Συναισθηματικά υπερφορτωμένες

¨      Σε ανταγωνιστικό κλίμα

 ΙΙ. ΑΙΤΙΑ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΩΝ
Συγκρούσεις υπάρχουν όταν:
¨      Είναι ασαφείς οι ρόλοι
¨      Δεν εκπληρώνονται οι στόχοι της ομάδας
¨      Δεν εκπληρώνονται ανάγκες, στόχοι και προσωπικά συμφέροντα
¨      Είναι ανισοβαρής η κατανομή της πληροφόρησης
¨      Είναι ανισομερής η κατανομή των αγαθών (υλικά, προαγωγές, χρόνος κ.λπ.)
¨      Δεν εκπληρώνονται οι προσδοκίες των μελών σχετικά με στόχους, ρόλους κ.λπ.
¨      Συγκρούονται προσωπικές ανάγκες και κίνητρα με τα αντίστοιχα άλλων μελών
¨      Είναι ασαφές ποιος έχει ή θα έχει τον έλεγχο της εξουσίας (τυπική και άτυπη) στην ομάδα
¨      Οι αξίες, στάσεις, πιστεύω, δεοντολογία είναι διαφορετικές και αντίθετες
¨      Οι αξίες, στάσεις, πιστεύω, δεοντολογία ορίζουν κατά πολύ την προσωπικότητα των μελών
¨      Λόγω προσωπικών ιδιαιτεροτήτων των μελών
 ΙΙΙ. Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΔΟΚΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΟΜΑΔΑ
Ορισμός: οι προσδοκίες εκφράζουν το τι, το πότε και το πως θέλει ένα μέλος να γίνεται κάτι στην ομάδα.  Η μη εκπλήρωση των προσδοκιών αποτελεί το πιο σημαντικό αίτιο πρόκλησης συγκρούσεων σε μια ομάδα. Όταν οι προσδοκίες βάλλονται, αναιρούνται ή κακοποιούνται, τότε το μέλος της ομάδας υιοθετεί και την ανάλογη συμπεριφορά.

IV. Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΔΟΚΙΩΝ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΛΥΣΗ ΤΩΝ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΟΜΑΔΑ

Η θεωρία των προσδοκιών -σχετικά με τη διαχείριση των συγκρούσεων στην ομάδα- επικεντρώνει στη συμπεριφορά των μελών.
Για την έναρξη της διαχείρισης θέτει την προϋπόθεση ότι όλοι πρέπει να συμφωνούν τουλάχιστο στα ακόλουθα:
¨      Υπάρχει πρόβλημα
¨      Το πρόβλημα χρειάζεται λύση
¨      Θα δουλέψουμε με τις συγκρούσεις
¨      Δεν χρειάζεται να είναι κανείς «φίλος», ή να αρέσεις σε κάποιον για να συνεργάζεσαι μαζί του
¨      Δεν είναι παραγωγικό να ψάχνουμε για τον «φταίχτη»
¨      Υπάρχουν και θα υπάρχουν ατομικές διαφορές
¨      Οι όποιες λύσεις πρέπει πρώτα να συμφωνηθούν

Δ. ΕΡΓΑΣΙΑΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
1.    Η Ψυχολογία της Εργασίας
 Ψυχολογία της εργασίας είναι ο κλάδος της επιστήμης της Ψυχολογίας που ερευνά και εφαρμόζει την επιστημονική γνώση στους ακόλουθους τομείς:
·        Επιλογή και αξιολόγηση (για όλα τα είδη εργασιών, με τεστ και συνεντεύξεις.
·        Εκπαίδευση προσωπικού: διαπίστωση εκπαιδευτικών αναγκών, παροχή και αξιολόγηση εκπαιδευτικών υπηρεσιών.
·        Αξιολόγηση (εργασιακής) επίδοσης: εντοπισμός όψεων εργασιακής επίδοσης, σχεδιασμός συστημάτων αξιολόγησης, εκπαίδευση στις τεχνικές αξιολόγησης.
·        Οργανωσιακή αλλαγή: ανάλυση συστημάτων και σχέσεων με στόχο την αλλαγή.
·        Εργονομία: οργάνωση και σχεδιασμός εργασιακού εξοπλισμού και περιβάλλοντος, ώστε να εναρμονίζονται με τις ανθρώπινες φυσικές και γνωστικές ανάγκες.
·        Επαγγελματική επιλογή και συμβουλευτική: ανάλυση ικανοτήτων, ενδιαφερόντων και αξιών και επαγγελματικός προσανατολισμός.
·        Διαπροσωπικές σχέσεις: διαπίστωση και ανάπτυξη ηγετικών, διαπραγματευτικών ικανοτήτων, ικανοτήτων αυτοπεποίθησης και συνεργασίας.
·        Ισότητα ευκαιριών: διαπίστωση και, αν χρειαστεί, αύξηση ευκαιριών για μειονοτικές ομάδες στο χώρο εργασίας.
·        Εργασιακή υγεία και ασφάλεια: εξέταση αιτίων ατυχημάτων και μέθοδοι για τη μείωσή τους.
·        Σχεδιασμός εργασίας: κατανομή καθηκόντων με στόχο τη δημιουργία κινήτρων και αισθήματος ικανοποίησης.
·        Έρευνα στάσεων: σχεδιασμός, διεξαγωγή και ανάλυση ερευνών που αναφέρονται στις γνώμες και στην εμπειρία των εργαζομένων.
·        Ευημερία και εργασία: διερεύνηση παραγόντων που οδηγούν στο στρες σε εργαζόμενους και ανέργους και διερεύνηση μεθόδων πρόληψης και αντιμετώπισης του στρες (Κάντας, 1993).
 

2.    Το Άγχος στην Εργασία
 Ορισμός εργασιακού άγχους
Το άγχος, σε έναν γενικό του ορισμό, είναι η ουσιαστική έλλειψη αντιστοιχίας ανάμεσα στις απαιτήσεις που προβάλλονται στο άτομο από το περιβάλλον του και στις ικανότητες απόκρισης του ατόμου στις απαιτήσεις αυτές. Ιδιαίτερα κάτω από συνθήκες όπου η αδυναμία ανταπόκρισης στις απαιτήσεις αυτές, σύμφωνα με την υποκειμενική εκτίμηση του ατόμου, θα έχει σοβαρές συνέπειες για το ίδιο.
Το εργασιακό άγχος, εν προκειμένω, είναι η κατάσταση κατά την οποία συσσωρεύονται αγχογόνες καταστάσεις που σχετίζονται με την εργασία ή με το άγχος που πηγάζει από μία συγκεκριμένη εργασιακή κατάσταση (Κάντας, 1995).
 Αίτια
Το στρες δημιουργείται λόγω αυξημένων απαιτήσεων και συνεχούς έντασης. Μπορεί να οφείλεται σε δυσλειτουργικές συναδελφικές σχέσεις. Συνοδεύεται από αϋπνίες, ταχυκαρδίες, εφιδρώσεις, πονοκεφάλους και άλλα σωματικά συμπτώματα (Μπινιώρη, 2006).
 Επιπτώσεις
Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το εργασιακό άγχος που παρουσιάζεται τα τελευταία χρόνια οφείλεται στο γεγονός ότι γίνονται όλο και περισσότερο γνωστές οι επιπτώσεις του στην παραγωγή και την οικονομία. Είναι ασφαλές να πούμε ότι το εργασιακό άγχος έχει κυρίως έμμεσες συνέπειες όπως τον αλκοολισμό, τις ψυχικές ασθένειες, απουσίες και λάθη κατά την εργασία, οικογενειακά προβλήματα κ.λπ. (Κάντας, 1995).
Η κορτιζόνη και η αδρεναλίνη, ορμόνες που σχετίζονται με το στρες, μας κρατούν σε εγρήγορση, αυξάνουν τη συγκέντρωση, επιταχύνουν το χρόνο αντίδρασης και βελτιώνουν την ευστροφία και τη δύναμη. Αυτά σε λογικές δόσεις. Όταν όμως το στρες γίνεται χρόνιο και παρατεταμένο, εξασθενεί και κουράζει τον οργανισμό. Μπορεί να προκαλέσει, μεταξύ άλλων, κατάθλιψη, απώλεια σεξουαλικής διάθεσης, χρόνια κόπωση, παχυσαρκία, στομαχικά προβλήματα και καρδιακές παθήσεις (Μπινιώρη, 2006).
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στις Η.Π.Α. υπολογίζεται πτώση της παραγωγικότητας 4% λόγω απουσιών και, ακόμη πιο τραγικό, απώλεια 15.000 ζωών ετησίως λόγω εργατικών ατυχημάτων, πολλά από τα οποία οφείλονται στις αγχογόνες συνθήκες εργασίας (Κάντας, 1995).
 Τρόποι αντιμετώπισης άγχους
Η απάντηση σε αυτή την κατάσταση είναι η απομάκρυνση των στρεσογόνων παραγόντων, η μείωση – για κάποιο διάστημα τουλάχιστον – των απαιτήσεων και των ευθυνών, η ανάπτυξη δεξιοτήτων που θα μας βοηθήσουν να κάνουμε τη δουλειά καλύτερα και με μεγαλύτερη σιγουριά, καθώς επίσης και η χρήση αδειών και ρεπό, όταν η κατάσταση γίνεται δύσκολα υποφερτή. Μπορεί, επίσης, να βοηθήσει η αλλαγή θέσης ή πόστου. Επιπλέον, χρειάζεται να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζονται τα πράγματα, υιοθετώντας μια πιο θετική και αισιόδοξη προσέγγιση των πραγμάτων. Τέλος, όταν το άτομο δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μόνο του το στρες, δεν πρέπει να φοβάται την επίσκεψη σε ειδικό επιστήμονα προκειμένου να πάρει επαγγελματική βοήθεια (Μπινιώρη, 2006).
Αν θέλαμε να συγκεκριμενοποιήσουμε σε ένα ‘’πρωτόκολλο αντιμετώπισης’’ τους  4 βασικούς τρόπους (κινήσεις) χειρισμού (αντιμετώπισης) του στρες στο χώρο δουλειάς, αυτοί θα ήταν: Να καταλάβουμε ποιες είναι οι αιτίες του στρες, να αλλάξουμε τον τρόπο που βλέπουμε κάποιες καταστάσεις της ζωής, να μάθουμε να χαλαρώνουμε, να μην ξεχνάμε να μας φροντίζουμε - ύπνος, φαγητό, ξεκούραση, άσκηση, ελεύθερος χρόνος (Αρβανιτίδης, 2007).
 
3.    Το Σύνδρομο Επαγγελματικής Εξουθένωσης (Burn Out)
 Ορισμός
Με τον όρο αυτό εννοείται μια κατάσταση σωματικής, συναισθηματικής και πνευματικής εξάντλησης. Η επαγγελματική εξουθένωση σχετίζεται με μακροχρόνια, απαιτητική και γεμάτη ένταση εργασία (Μπινιώρη, 2006).
Αποτελείται από τρεις επί μέρους διαστάσεις:
  • τη συναισθηματική εξάντληση, με αποτέλεσμα το άτομο να μην μπορεί να προσφέρει πια συναισθηματικά στους αποδέκτες των υπηρεσιών του,
  • την αποπροσωποποίηση, με αποτέλεσμα την αρνητική και κυνική αντιμετώπιση των αποδεκτών των υπηρεσιών,
  • και το αίσθημα μειωμένης προσωπικής επίτευξης, με αποτέλεσμα το άτομο να κάνει αρνητική αξιολόγηση του εαυτού του, ιδίως σε ό,τι έχει να κάνει με τη δουλειά του με τους αποδέκτες των υπηρεσιών του, καταλήγοντας έτσι σε ένα γενικότερο αίσθημα δυστυχίας και δυσαρέσκειας (Κάντας, 1995).
Αίτια
Από το σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης κινδυνεύουν περισσότερο εργαζόμενοι που αφοσιώνονται πλήρως στη δουλειά τους, χωρίς να τη διαχωρίζουν από την προσωπική τους ζωή. Επίσης, είναι ευάλωτοι σε αυτό το σύνδρομο εργαζόμενοι που αναλαμβάνουν πληθώρα υποχρεώσεων, προκειμένου να ικανοποιήσουν τους άλλους, παραβλέποντας τις δικές τους προσωπικές ανάγκες (Μπινιώρη, 2006).
Οι αιτίες που σχετίζονται με την εμφάνιση του συνδρόμου είναι πολλές. Οι υπερβολικές απαιτήσεις, η συνεχής έντονη δραστηριότητα και το μεγάλο φάσμα καθηκόντων απαιτούν συνεχή εγρήγορση και ενέργεια από τον εργαζόμενο, μα αποτέλεσμα να τον καταπονούν ψυχολογικά και σωματικά και, τελικά, να του προκαλούν επαγγελματική εξουθένωση. Τα προβλήματα σχέσεων και επικοινωνίας μεταξύ των συναδέλφων, οι αντιπαραθέσεις, ο ανταγωνισμός και οι συγκρούσεις είναι επιβαρυντικοί παράγοντες. Σημαντικό ρόλο παίζουν και το χαώδες επαγγελματικό περιβάλλον, η ασάφεια καθηκόντων και αρμοδιοτήτων, η αβεβαιότητα του εργαζόμενου, αλλά κι η μονοτονία, η πλήξη και η έλλειψη ενδιαφέροντος από το αντικείμενο εργασίας. Καταστάσεις όπου ο εργαζόμενος νιώθει ότι δεν έχει κανέναν έλεγχο στις αποφάσεις που αφορούν τα καθήκοντά του και τους όρους εργασίας του συμβάλλον στην επαγγελματική εξουθένωση. Το ίδιο μπορεί να συμβεί, όταν ο εργαζόμενος νιώθει ότι θίγονται και προσβάλλονται οι προσωπικές του αξίες από το εργασιακό περιβάλλον (Μπινιώρη, 2006).
Τα επαγγέλματα που πλήττονται κυρίως από το σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης είναι αυτά που ασκούνται σε χώρους υγείας, αλλά και τα σώματα ασφαλείας.
Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι οι παράγοντες που επιδρούν στην ανάπτυξη του συνδρόμου επαγγελματικής εξουθένωσης έχουν να κάνουν με χαρακτηριστικά της εργασίας και του εργασιακού ρόλου (αντικείμενος εργασίας, χώρος εργασίας, συναισθηματικά φορτισμένες συνθήκες εργασίας, σύγκρουση ρόλων, ασάφεια ρόλων κ.λπ.), καθώς επίσης και με χαρακτηριστικά του ατόμου (ηλικία, πείρα, κοινωνική στήριξη, προσδοκίες κ.λπ.) (Κάντας, 1995).

Επιπτώσεις
Οι εργαζόμενοι που υποφέρουν από αυτό το σύνδρομο χάνουν την αίσθηση της χαράς, ακόμα και στις επιτυχίες, γίνονται ευερέθιστοι, ασκούν περισσότερη κριτική, γίνονται κυνικοί και σαρκαστικοί. Χάνουν εύκολα την υπομονή τους και νευριάζουν με συναδέλφους τους ή άλλους που σχετίζονται με το χώρου εργασίας τους, αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες στον εργασιακό χώρο ως ανυπέρβλητες και χάνουν την αισιοδοξία τους και τα όνειρά τους. Η αποδοτικότητα και η αποτελεσματικότητά τους μειώνεται. Απαξιώνουν  τη δουλειά τους και νιώθουν και αυτοί εξίσου απαξιωμένοι. Συχνά νιώθουν σωματικές ενοχλήσεις, όπως πονοκεφάλους, πόνους στον αυχένα ή στην πλάτη, και αισθάνονται μια συνεχή κούραση. Αρκετές φορές καταφεύγουν σε φάρμακα προκειμένου να ανακουφιστούν από τη δυσάρεστη κατάσταση, ή κάνουν χρήση αλκοόλ ή τρώνε υπερβολικά προκειμένου να τονωθούν σωματικά (Μπινιώρη, 2006).
Το σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης επηρεάζει και την προσωπική ζωή του εργαζομένου, επιφέροντας νέες επιπτώσεις. Η σοβαρότητά του είναι μεγάλη και πρέπει να ανιχνεύεται και να αντιμετωπίζεται έγκαιρα, μέσω της παροχής υπηρεσιών συμβουλευτικής στον εργαζόμενο (Μπινιώρη, 2006).
 Αντιμετώπιση 
Γενικά θεωρείται ότι η κοινωνική στήριξη παίζει το μεγαλύτερο ρόλο στην αντιμετώπιση του άγχους. Για την ακρίβεια παίζει αναχαιτιστικό ρόλο και μπορεί να προέρχεται από το οικογενειακό ή το άμεσο κοινωνικό περιβάλλον του ατόμου. Άλλοι τρόποι αντιμετώπισης του εργασιακού άγχους μπορεί να είναι τεχνικές χαλάρωσης (μυϊκή χαλάρωση, βαθιές αναπνοές κ.λπ.) ή γνωστικής αντιμετώπισης τεχνικές όπως η εκλογίκευση, η ανοχή καταστάσεων που δεν μπορούν να αποφευχθούν κ.λπ. Οι περισσότερες μέθοδοι αντιμετώπισης απαιτούν ειδική άσκηση και εκπαίδευση σε κοινωνικές δεξιότητες, στην αύξηση αυτοπεποίθησης και θάρρους στις σχέσεις και δοσοληψίες κ ά. (Κάντας, 1995).
Σε επίπεδο οργάνωσης μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε ως εξής:
  • ακριβείς περιγραφές έργου
  • οριζόντια μετακίνηση εργαζομένων
  • επανασχεδιασμός εργασιακού χώρου και βάσει εργονομικών αρχών
  • σχηματισμός κοινών επιτροπών εργαζομένων και διοίκησης
  • ειδική εκπαίδευση και κατάρτιση με την αλλαγή αντικειμένου
  • δημιουργία ειδικών χώρων μέριμνας και φροντίδας παιδιών εργαζομένων
  • αναθεώρηση μεθόδων και δεικτών αξιολόγησης (Κάντας, 1995).
 4.    Η Ψυχολογία των Εργαζομένων στις Φυλακές
 Ψυχολογική επιβάρυνση λόγω ειδικών συνθηκών
Οι εργαζόμενοι στις φυλακές, λόγω της φύσης και του χώρου της εργασίας τους, βρίσκονται συχνά σε καταστάσεις έντασης και εγρήγορσης. Οι αυξημένες απαιτήσεις ετοιμότητας, γρήγορων αντανακλαστικών και σωστής κρίσης, οι κίνδυνοι του επαγγέλματος και το ίδιο το αποπνικτικό περιβάλλον των φυλακών αποτελούν στρεσσογόνους παράγοντες. Επιπλέον, οι ελλείψεις σε προσωπικό και σε υποδομές, η μείωση των δυνατοτήτων παροχής ρεπό ή άδειας επιβαρύνουν περισσότερο την κατάσταση. Οι άσχημες συνθήκες στις φυλακές, που συχνά δίνουν αφορμές αναταραχής των κρατουμένων, κρατώντας το προσωπικό σε επιφυλακή, δημιουργούν άγχος και κούραση. Επίσης, οι περίοδοι αδράνειας, η μονοτονία και η επανάληψη του ίδιου καθήκοντος καθημερινά μπορεί να κουράσουν και να δημιουργήσουν αίσθημα πλήξης και ανίας, καθώς και απαξίωσης του επαγγέλματος (Μπινιώρη, 2006).
Επιβαρυντικό ρόλο για την ψυχική, αλλά και τη σωματική, κατάσταση των εργαζομένων μπορεί να παίξουν και τα ωράρια εργασίας, λόγω των εναλλαγών των ωρών βάρδιας. Τα άτομα που εργάζονται με το σύστημα της νυχτερινής βάρδιας διακόπτουν τον κανονικό βιολογικό τους ρυθμό με αποτέλεσμα να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο διαταραχών υγείας αλλά και ατυχημάτων. Διατάραξη υφίσταται, επίσης και η προσωπική και κοινωνική τους ζωή. Τα κυριότερα προβλήματα είναι: μεγαλύτερος κίνδυνος παχυσαρκίας, αυξημένος κίνδυνος καρδιαγγειακών παθήσεων, κίνδυνος ασταθούς διάθεσης, γαστρεντερικά προβλήματα, μεγαλύτερος κίνδυνος ατυχημάτων και παραλείψεων, αυξημένες πιθανότητες οικογενειακών προβλημάτων και διαζυγίων (Μπινιώρη, 2006).
 Η εργασία με κρατούμενους – ειδικές συνθήκες εργασιακής ψυχολογίας 
Ο κρατούμενος, λόγω της μειονεκτικής του θέσης, βρίσκεται σε θέση άμυνας. Μπορεί να νιώθει ντροπή για την κατάστασή του, ανασφάλεια και καχυποψία και να θέτει τον εαυτό του σε ετοιμότητα, πράγμα που πολλές φορές τον γεμίζει με άγχος, τον κάνει ευερέθιστο ή και προκλητικό. Πολλές φορές, μέσω της πρόκλησης, ψάχνει αφορμή να εκφράσει το θυμό, την πικρία και την απογοήτευσή του, ενώ άλλες φορές δοκιμάζει τα όρια του συστήματος φύλαξης. Η αρχική προκλητικότητα του κρατούμενου συχνά δεν είναι κατευθυνόμενη στο συγκεκριμένο υπάλληλο, αλλά στο σύστημα εξουσίας και ως τέτοια πρέπει να λαμβάνεται (Μπινιώρη, 2006).
Η σωστή αντιμετώπιση από πλευράς του προσωπικού μπορεί να αποτρέψει δυσάρεστες καταστάσεις και παράλληλα να αποτελέσει πρότυπο σωστής συμπεριφοράς. Βασικά στοιχεία της είναι ο σεβασμός στην ανθρώπινη υπόσταση και αξιοπρέπεια του κρατούμενου, όπως προβλέπεται και από το σωφρονιστικό κώδικα, η ακεραιότητα, η ευγένεια, η τυπικότητα και η ύπαρξη σαφών ορίων και κανόνων, που εκφράζονται καθαρά και με σοβαρότητα, χωρίς να είναι απαραίτητη η δυνατή φωνή, η αγένεια, η επιθετικότητα ή η άσκηση προληπτικής καταστολής, πλην επικίνδυνων καταστάσεων. Προσοχή χρειάζεται στη διάκριση ανάμεσα στην αυστηρότητα και την αυθαιρεσία. Η τυπικότητα, η σιγουριά και η ηρεμία που απορρέει από αυτήν, μπορεί να λειτουργήσεις κατευναστικά στο άγχος και την ευερεθιστότητα του κρατούμενου και να καταστήσει την πρόκλησή του άχρηστη. Η χρήση του πληθυντικού και από τις δύο πλευρές βοηθάει επίσης στη διατήρηση τυπικών και οριοθετημένων επαφών (Μπινιώρη, 2006).
Η φιλική διάθεση και η υποχωρητικότητα σε διάφορα μη προβλεπόμενα αιτήματα και χάρες ή η εχθρότητα είναι οι δύο όψεις της συναισθηματικής εμπλοκής που πρέπει εξίσου να απορρίπτονται ως προς τη συμπεριφορά. Η μεν πρώτη μπορεί να εκθέσει τον υπάλληλο στον κίνδυνο της εκμετάλλευσης και της εμπλοκής σε δυσάρεστες καταστάσεις, η δε δεύτερη να οδηγήσει σε ακραίες συμπεριφορές προσβολής που μπορούν να προκαλέσουν άσχημες αντιδράσεις. Η καταπολέμηση προκαταλήψεων γύρω από τον κρατούμενο και η αποφυγή της ανάληψης του ρόλου του ‘’δικαστή’’, μπορούν να βοηθήσουν στη σωστή αντιμετώπιση. Ο κρατούμενος είναι ένας άνθρωπος που για διάφορους λόγους διέπραξε αδίκημα, για το οποίο δικάστηκε ή θα δικαστεί από τη Δικαιοσύνη. Ο ρόλος του υπαλλήλου δεν είναι ούτε δικαιοδοτικός ούτε τιμωρητικός, όσον αφορά το αδίκημα ή και τον κρατούμενο. Αυτή η αποσαφήνιση βοηθάει τον υπάλληλο προκειμένου να μπορέσει να δει καθαρά το ρόλο και τις αρμοδιότητές του, αλλά και να δει με τον απαιτούμενο σεβασμό το επάγγελμα που ασκεί (Μπινιώρη, 2006).
 Τρόποι επίλυσης διαφορών στο χώρο εργασίας
Πολλές φορές στο χώρο εργασίας δημιουργούνται αναπόφευκτα αντιθέσεις, παρεξηγήσεις και συγκρούσεις μεταξύ του προσωπικού. Η άμεση επίλυσή τους εξασφαλίζει την ηρεμία στον εργασιακό χώρο. Βασική προϋπόθεση είναι η θέληση και η κατανόηση της ανάγκης να λυθούν αυτά τα προβλήματα.
Οι στάσεις και οι συμπεριφορές που μπορούν να βοηθήσουν σε αυτή την κατεύθυνση είναι:
·        Ο σεβασμός και η εκτίμηση στην προσωπικότητα του άλλου.
·        Η σωστή ακρόαση του συνομιλητή.
·        Η προσπάθεια κατανόησης του άλλου.
·        Η αναγνώριση των ανησυχιών και των δύο πλευρών.
·        Η προθυμία για συνεργασία.
·        Η κατανόηση των διαφορών και η αναζήτηση κοινών σημείων.
·        Η έκφραση συναισθημάτων.
·        Η αποδοχή των λαθών και η αποφυγή της αδιαλλαξίας.
Οι τακτικές συναντήσεις προσωπικού, όπου συζητούνται:
·        τα προβλήματα στο χώρο εργασίας,
·        οι τρόποι διευθέτησης, αλλά και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο εργαζόμενος με το αντικείμενο της εργασίας του
·        ή στις σχέσεις του με τους συναδέλφους,
βοηθάνε ιδιαίτερα στην αντιμετώπιση κρίσεων, αλλά και στη δημιουργία κλίματος συναδελφικότητας, αλληλεγγύης, ανοιχτής επικοινωνίας, καλών σχέσεων και συνεργασίας.
Κάποιοι ακόμη παράγοντες που τα ερευνητικά δεδομένα μάς καταδεικνύουν ως καθοριστικούς στη διαδικασία επίλυσης προσωπικών διαφορών στο χώρο εργασίας, είναι οι ακόλουθοι: Επιλογή κατάλληλου χρόνου, επιλογή κατάλληλου χώρου, προσεκτική ακρόαση του άλλου, να ξέρουμε τι επιδιώκουμε, αναγνώριση σημείων διαφοράς, αναγνώριση σημείων που ενώνουν, αναγνώριση των αναγκών της ομάδας, κατάρτιση σχεδίου ικανοποίησης αναγκών, αντιμετώπιση φόβων, συνέπεια, εφαρμογή συμφωνηθέντων, προηγούμενη εμπειρία στην επίλυση διαφορών

Ε. ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ – ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
1.    Η Παραβατικότητα – Εγκληματικότητα
 Όσοι εργαζόμαστε στις φυλακές συναναστρεφόμαστε με κρατούμενους και συχνά αναρωτιόμαστε πώς ο άνθρωπος αυτός αναμίχτηκε αρχικά με το έγκλημα και γιατί συνέχισε να κάνει αυτή τη ζωή. Φαίνεται δε ακόμη πιο περίεργο, όταν βλέπουμε κάποιον να εκτίει ποινή επανειλημμένως και σκεφτόμαστε μήπως τελικά το αξίζει. Από την άλλη δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε τον εαυτό μας να χάνει την ελευθερία του. Τι είναι άραγε αυτό που κάνει κάποιους να υιοθετούν μια παραβατική συμπεριφορά; (Αρβανιτίδης, 2007).
            Το πρώτο πράγμα που σκεφτόμαστε είναι ότι οι παραβάτες είναι όλοι διαφορετικοί, οπότε το πιο πιθανό είναι ο καθένας από αυτούς να παρανομεί για διαφορετικό λόγο. Άρα δεν υπάρχει απλή εξήγηση για την παραβατική συμπεριφορά. Κάποιος που κλέβει ένα αυτοκίνητο για να κάνει το κέφι του και να πάει βόλτα με αυτό, έχει σαφώς διαφορετικά κίνητρα από κάποιον που κάνει ηλεκτρονικές απάτες με όφελος αρκετά εκατομμύρια ευρώ. Στην πρώτη περίπτωση ο παραβάτης είναι μάλλον ένα άτομο που απλά ενθουσιάζεται με το γεγονός της αρπαγής και της οδήγησης του ξένου αυτοκινήτου. Αυτό το άτομο ενεργεί αυθόρμητα, αρπάζοντας απλά την πρώτη ευκαιρία που θα βρει, μη μπορώντας να αντισταθεί. Στη δεύτερη περίπτωση, ο παραβάτης είναι συνήθως κάποιος που έχει ξοδέψει πολύ χρόνο σχεδιάζοντας προσεκτικά την απάτη και που στόχο έχει σταδιακά, με τη συστηματική δουλειά του, να εξασφαλίσει μεγάλα χρηματικά ποσά για τον εαυτό του. Τα παραπάνω παραδείγματα αφορούν δύο πολύ διαφορετικές παράνομες πράξεις που έγιναν από δύο πολύ διαφορετικά παραβατικά άτομα (Αρβανιτίδης, 2007).
Τα στοιχεία που έχουμε ως τώρα για την παραβατικότητα δεν είναι επαρκή. Οι έρευνες γίνονται σε άτομα που έχουν συλληφθεί και καταδικαστεί και δυστυχώς δε μας δίνουν πλήρη και ξεκάθαρη εικόνα. Αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχει ένα συγκριτικά μεγάλο ποσοστό παραβατών που παραμένει ασύλληπτο και ατιμώρητο. Όλοι μας γνωρίζουμε κάποιον που έχει παραβιάσει το νόμο και ποτέ δεν έχει συλληφθεί π.χ. οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ, φοροδιαφυγή κ.λπ. (Αρβανιτίδης, 2007).
 2.    Η Ψυχολογία των Κρατουμένων
 Μια πρώτη εκτίμηση για τον πληθυσμό των φυλακών, είναι ότι αυτός στην πλειοψηφία του προέρχεται από χαμηλά κοινωνικο-οικονομικά στρώματα. Η μεγάλη πλειοψηφία δηλώνει ως επάγγελμα αυτό του τεχνίτη ή του εργάτη, συχνά με περιστασιακή απασχόληση ή μεγάλα διαστήματα ανεργίας, ενώ οι περισσότεροι κρατούμενοι είναι απόφοιτοι δημοτικού ή γυμνασίου. Όσον αφορά την ποινική τους κατάσταση, σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης για το έτος 2001-2002 από τους 8.507 κρατούμενους οι 3.558 κρατούνταν για παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών. Ο υπόλοιπος πληθυσμός κρατούνταν κυρίως για εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας (κλοπές, ληστείες κ.λπ.). έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) το 1988 ανέφερε ποσοστό 45% υπότροπων (κρατούμενοι με παραπάνω από μία φυλακίσεις), εικόνα που δεν φαίνεται να έχει αλλάξει πολύ σήμερα, προκαλώντας συζητήσεις για το κατά πόσο ο εγκλεισμός σε σωφρονιστικά καταστήματα επιτελεί το σκοπό του, την αναμόρφωση δηλαδή των παραβατών (Μπινιώρη, 2006).
Από την άλλη ο εγκλεισμός σε σωφρονιστικά ή ψυχιατρικά ιδρύματα αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης ή επιδείνωσης ψυχολογικών διαταραχών στους έγκλειστους, σε συνάρτηση με το χρόνο παραμονής σε αυτά. Ιδιαίτερα για τα καταστήματα κράτησης, οι φυλακισμένοι ζουν σε μια ακραία κατάσταση στέρησης και συμπίεσης ζωτικών ανθρώπινων αναγκών. Ο κρατούμενος δεν έχει ελευθερία κίνησης και έκφρασης. Η δυνατότητα ανάπτυξης ενδιαφερόντων και δημιουργικότητας είναι μικρή ή ανύπαρκτη. Η επικοινωνία είναι περιορισμένη, όπως και η ερωτική ζωή. Δεν έχει ιδιωτικό χώρο, χρόνο και ζωή, ενώ καταργούνται τα όρια μεταξύ των τριών επιπέδων της ανθρώπινης δραστηριότητας: ύπνος – εργασία – διασκέδαση. Η ύπαρξη και το πρόγραμμα του έγκλειστου εξαρτώνται εξ ολοκλήρου από το κατάστημα κράτησης. Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι πολλαπλά παθογόνα αποτελέσματα (Μπινιώρη, 2006).
Το πιο σοβαρό είναι ο ιδρυματισμός. Το ασφυκτικό πλαίσιο της φυλακής σε συνδυασμό με τη μακροχρόνια παραμονή σε αυτή, εμποδίζει την αυτόνομη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου, γυρίζοντάς το πολλές φορές σε πρώιμα στάδια ψυχοσυναισθηματικής εξέλιξης. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα αυτή της κατάστασης είναι η σωματική αυτό-εγκατάλειψη, το πρώιμο γήρας, η συναισθηματική αδιαφορία και η ανυπαρξία δραστηριότητας, η έντονη ευερεθιστότητα. Η εξάρτηση, η απάθεια, η πλήξη, η απελπισία και οι μειωμένες προσδοκίες είναι τα βασικά συναισθήματα του ιδρυματοποιημένου έγκλειστου. Σε ακραίες περιπτώσεις αναπτύσσονται νοητικές δυσλειτουργίες, όπως η χαοτική μνήμη, η αδυναμία συγκέντρωσης και η ανάπτυξη ψευδαισθήσεων (Μπινιώρη, 2006).
Οι φυλακές, λοιπόν, όπως και «κάθε κλειστό ίδρυμα, λειτουργεί σαν μια μικρή, απομονωμένη, αυταρχική κοινωνία. Επικρατούν συνθήκες κοινωνικής αποστέρησης και αποκλεισμού, κλειστές πόρτες, φτωχό περιβάλλον, ελλείψεις βασικών αγαθών, ανικανοποίητες βασικές ανθρώπινες ανάγκες και πλήρης εξάρτηση» (Ασημόπουλος, 2005). Και εδώ, οι άνθρωποι δεν αντιμετωπίζονται πάντα ως άτομα με τη δική τους προσωπική μοναδική ιστορία και τις ιδιαίτερες ανάγκες τους, αλλά αδιαφοροποίητα ως μάζα.
Ορισμένες φορές, ιδιαίτερα όταν η παραμονή στη φυλακή είναι μακροχρόνια, ο κρατούμενος ταυτίζεται σε τέτοιο βαθμό με το ίδρυμα που η ζωή έξω από αυτό του φαίνεται εξαιρετικά δύσκολη ή ακόμα και αδιανόητη. Σύμπτωμα αυτού του φαινομένου είναι το σύνδρομο του «πυρετού της πύλης» που αναφέρεται στο μεγάλο άγχος των κρατουμένων που πρόκειται σύντομα να αποφυλακιστούν. Αυτό το σύνδρομο εκδηλώνεται με αϋπνίες και διάφορα ψυχοσωματικά συμπτώματα, ευερεθιστότητα και επιθετικότητα, άγχος και υπερκινητικότητα (Μπινιώρη, 2006).
Η παρουσία ψυχικών διαταραχών μεταξύ των εγκλείστων είναι αρκετά συχνή. Πρόσφατες έρευνες αναφέρουν ένα ποσοστό 2-5% των κρατουμένων που πάσχουν από ψυχώσεις. Άλλες ανεβάζουν το ποσοστό στο 14% και στο 7% για γυναίκες και άντρες αντίστοιχα. Πιθανολογείται ότι οι μισοί περίπου κρατούμενοι παρουσιάζουν κάποια ψυχική διαταραχή (π.χ. 40% αντικοινωνική διαταραχή, 5-10% κατάθλιψη, αγχώδεις διαταραχές, εξάρτηση από ψυχοτρόπες ουσίες). Σε διάφορες έρευνες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι φυλακισμένοι ανέφεραν ότι μεγάλα διαστήματα απομόνωσης και η απουσία ερεθισμάτων δημιουργούσαν έντονα αισθήματα θυμού, απογοήτευσης, απόσυρσης και άγχους. Επίσης, δήλωναν ότι έκαναν κατάχρηση ουσιών για να αντέξουν τη μονοτονία και την ανία. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει εδώ στο δείκτη αυτοκτονιών και αυτοτραυματισμών, ο οποίος είναι πολύ υψηλότερος από ό,τι στον υπόλοιπο, εκτός φυλακής, πληθυσμό. Οι αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές παρατηρούνται πιο συχνά στους υπόδικους, οι οποίοι βρίσκονται στα πρώτα στάδια του εγκλεισμού, όπου το σοκ της φυλακής είναι ισχυρότερο (Μπινιώρη, 2006).
Στα πλαίσια του εγκλεισμού, ο κρατούμενος τείνει να αναπτύσσει άμυνες, συνειδητές ή ασυνείδητες. Η πλήρης παθητικοποίηση και αυτό-εγκατάλειψη είναι μια ακραία όψη αυτών των αμυνών. Μια άλλη πλευρά είναι η ένταξη του στο πλαίσιο της «υποκουλτούρα» της φυλακής και η σταδιακή εμπέδωση του ρόλου του παράνομου (Μπινιώρη, 2006).
Αντίθετα απ’ ό,τι μερικές φορές πιστεύεται, η κοινωνία των κρατούμενων διέπεται από ιεραρχίες, κώδικες, νόμους και κανόνες, ιδιαίτερα αυστηρούς πολλές φορές. Σ’ αυτά τα πλαίσια υπάγεται και ο «κώδικας συμπεριφοράς των κρατουμένων». Σύμφωνα με την έρευνα του ΕΚΚΕ στην Ελλάδα, βασικές αξίες αυτού του κώδικα είναι η αλληλεγγύη μεταξύ των κρατουμένων και η αποδοκιμασία της συνεργασίας με τη διεύθυνση. Ο «σωστός κρατούμενος» για την πλειοψηφία των φυλακισμένων, είναι αυτός που είναι τυπικός με τους κανόνες της υπηρεσίας, δεν προβαίνει σε άσκοπες αντιπαραθέσεις, αλλά δεν συνεργάζεται και δεν «ρουφιανεύει» τους συγκρατουμένους του. Αντίθετα, ο «ρουφιάνος», όπως και αυτός που δε σέβεται τους συγκρατουμένους του αλλά και τους κανόνες της φυλακής χαίρει ελάχιστης εκτίμησης. Οι κρατούμενοι στις ελληνικές φυλακές, παρά τα παραπάνω, σύμφωνα με την έρευνα δεν αντιπαθούν στο σύνολό του το φυλακτικό προσωπικό. Περισσότερη αντιπάθεια φαίνεται να συγκεντρώνουν ο δικαστής και ο αστυνομικός. Οι κρατούμενοι δε συμπαθούν αυτούς που κλέβουν τους συγκρατουμένους τους, ενώ σχεδόν το σύνολο αποστρέφεται αυτόν που κρατείται για βιασμό. Αυτό φαίνεται παράδοξο, αν αναλογιστεί κανείς τις περιπτώσεις βιασμών μέσα στις φυλακές. Πιθανότατα αυτό το τελευταίο φαινόμενο πρέπει να ειδωθεί από τη σκοπιά της διαταραγμένης σεξουαλικής ζωής των κρατουμένων, αλλά και ως ένας τρόπος επιβολής και εξουσίας ανάμεσά τους. Για την υποτιθέμενη επιβολή αυτών των κανόνων, καθώς και για την επικράτηση ομάδων και ηγετών, πολλές φορές ασκείται βία σε όλες τις πιθανές μορφές της: σωματική, ψυχολογική, κοινωνικής, οικονομική, σεξουαλική. Εκβιασμοί και εξευτελισμοί, καθώς και εκμετάλλευση των πιο αδύναμων ή πιο νεαρών κρατούμενων. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αποδοχή του κώδικα των κρατουμένων είναι μεγαλύτερη μεταξύ των υπότροπων, ενώ οι μη υπότροποι κρατούν αποστάσεις και αντιμετωπίζουν λίγο διαφορετικά το θέμα της συνεργασίας με την υπηρεσία, ενώ τα παράπονά τους έχουν να κάνουν συχνά με τους συγκρατουμένους τους, την ίδια στιγμή που οι υπότροποι διαμαρτύρονται περισσότερο για τις συνθήκες στη φυλακή. Η ένταξη στο σύστημα αξιών της φυλακής δίνει το αίσθημα του ανήκειν και της ασφάλειας στον κρατούμενο, μετριάζοντας έτσι την πίκρα που νιώθει για την απόρριψη και τον κοινωνικό στιγματισμό. Την ίδια στιγμή, όμως, τον απομακρύνει ακόμα περισσότερο από την κοινωνία, «εκπαιδεύοντάς» τον παράλληλα σε νέες μεθόδους και δρόμους παραβατικότητας. Σημαντικό ρόλο για την έντονη παρουσία της υποκουλτούρας της φυλακής αλλά και την ένταξη σε αυτή φαίνεται ότι παίζουν:
·        Η αυστηρότητα της φυλακής (στις φυλακές υψίστης ασφαλείας παρουσιάζεται πιο έντονα το φαινόμενο).
·        Το μέγεθος της φυλακής (οι μεγάλες φυλακές ευνοούν το φαινόμενο).
·        Ο χρόνος παραμονής στη φυλακή.
·        Η δυνατότητα επαφής με των έξω κόσμο.
·        Η προσωπικότητα του κρατούμενου, καθώς και ο βαθμός εμπλοκής του με την παραβατικότητα (Μπινιώρη, 2006).
Πέρα από τη φύση του εγκλεισμού που προκαλεί όλα τα παραπάνω παθογόνα συμπτώματα, ρόλο στην εμφάνισή τους παίζουν και άλλοι παράγοντες, όπως:
·        Ο συνωστισμός των κρατουμένων και οι άσχημες συνθήκες διαβίωσης. Παράδειγμα προς αποφυγή αποτελεί η Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, όπου η χωρητικότητα ανέρχεται σε 640 την ίδια στιγμή που η δύναμη των κρατουμένων ξεπερνά τις 2.000.
·        Η μη εξειδικευμένη αντιμετώπιση διαφόρων ομάδων φυλακισμένων (τοξικομανών, ψυχικά ασθενών) και ο συγχρωτισμός διάφορων τύπων παραβατικότητας στο ίδιο κατάστημα κράτησης.
·        Η απουσία εξειδικευμένου προσωπικού όλων των ειδικοτήτων και ιδιαίτερα στον τομέα της ψυχικής υγείας, καθώς και ανάλογων δομών. Οι ελλείψεις σε προσωπικό γενικότερα.
·        Η μικρή, σε σχέση με τον αριθμό κρατουμένων, και αποσπασματική παροχή προγραμμάτων εκπαίδευσης και δημιουργικής απασχόλησης.
·        Οι σχέσεις μεταξύ κρατουμένων και προσωπικού (Μπινιώρη, 2006).
 3.    Η Ψυχολογία των Εξαρτημένων Ατόμων
 Με τον όρο εξάρτηση από ουσίες εννοούμε την έντονη σωματική και ψυχολογική ανάγκη του ατόμου να κάνει συνεχή χρήση ψυχοδραστικών ουσιών προκειμένου να αισθάνεται καλά ή έστω να μην αισθάνεται άσχημα, παρά τις δυσμενείς συνέπειες που μπορεί να επιφέρει αυτή η πράξη. Συχνά χρησιμοποιούνται όροι όπως τοξικομανία, τοξικοεξάρτηση και εθισμός (Μπινιώρη, 2006). Τα διαγνωστικά συμπτώματα της εξάρτησης από ουσίες είναι:
  • Ανοχή (ανάγκη για συνεχώς αυξανόμενη δόση της ουσίας προκειμένου να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα).
  • Στερητικό σύνδρομο ως αποτέλεσμα της έλλειψης της ουσίας (έντονα επώδυνα σωματικά και ψυχολογικά συμπτώματα).
  • Αποτυχημένη προσπάθεια του ατόμου να σταματήσει ή να ελαττώσει τη χρήση.
  • Πολύς χρόνος αφιερωμένος στην προσπάθεια ανεύρεσης ή χρήσης της ουσίας.
  • Εγκατάλειψη ή έκπτωση κοινωνικών, επαγγελματικών, ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων.
  • Συνέχιση της χρήσης παρά την ύπαρξη σοβαρών ψυχολογικών ή προβλημάτων υγείας, που οφείλονται στη χρήση της ουσίας (Μπινιώρη, 2006).
Τα άτομα που κάνουν χρόνια χρήση ουσιών συχνά παρουσιάζουν προβλήματα υγείας από υποσιτισμό και κακή υγιεινή. Συχνή είναι η εμφάνιση ηπατίτιδας (B και C) από χρήση μολυσμένης βελόνας. Η χρήση ουσιών συχνά ευθύνεται για ατυχήματα. Η λήψη υπερβολικής δόσης (overdose) ή υπερβολικά «καθαρής» ή «νοθευμένης» δόσης πολλές φορές οδηγεί στο θάνατο. Ξαφνικό θάνατο μπορούν επίσης να προκαλέσουν η κοκαΐνη και οι αμφεταμίνες. Επίσης, η παρατεταμένη χρήση ουσιών μπορεί να προκαλέσει την εμφάνιση συμπτωμάτων που είναι χαρακτηριστικά άλλων ψυχικών διαταραχών. Τα συχνότερα είναι το παραλήρημα, η άνοια, η αμνησία, η ψύχωση, η κατάθλιψη που συχνά «συνοδεύεται» από αυτοκτονίες, η μανιοκατάθλιψη, το έντονο άγχος, η διαταραχή του ύπνου, οι ψευδαισθήσεις που σχετίζονται με ψευδαισθησιογόνες ουσίες, η σεξουαλική δυσλειτουργία (Μπινιώρη, 2006).
Στερητικό σύνδρομο παρουσιάζει η χρήση αλκοόλ, αμφεταμινών, κοκαΐνης, οπιοειδών, ηρεμιστικών και αγχολυτικών. Όλες οι προαναφερόμενες ουσίες, καθώς επίσης και η κάνναβη, τα ψευδαισθησιογόνα και οι εισπνεόμενες ουσίες (κόλλα, βενζίνη κ.λπ.) προκαλούν σημαντικές συμπεριφορικές και ψυχολογικές μεταβολές που οφείλονται στην επίδραση της ουσίας στο κεντρικό νευρικό σύστημα, και αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια ή σύντομα μετά τη χρήση της (επιθετική συμπεριφορά, ευμετάβλητη διάθεση, προβλήματα στις γνωστικές λειτουργίες και την κρίση, δυσλειτουργίες στην κοινωνική ζωή κ.λπ.) (Μπινιώρη, 2006).
Οι ψυχοδραστικές ουσίες χαλαρώνουν τις εσωτερικές και εξωτερικές εντάσεις, αποφορτίζουν τις ψυχικές λειτουργίες και επενεργούν στο συναίσθημα μεταλλάσσοντας και μπλοκάροντάς το. Η εξάρτηση από τις ουσίες βασίζεται σε μια ψυχική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από τάσεις προσκόλλησης σε πρόσωπα ή υποκατάστατα, λόγω πρώιμων συναισθηματικών δυσκολιών και προβλημάτων στην ψυχολογική οργάνωση. Η προσωπικότητα του τοξικοεξαρτημένου χαρακτηρίζεται από ανωριμότητα και τάσεις φυγής από τα προβλήματα και τις ευθύνες. Το άτομο αναζητά με αγωνία νέες σχέσεις, ψάχνοντας να ανακουφίσει το άγχος της μοναξιάς και των προσωπικών ελλειμμάτων. Έχει έντονο το αίσθημα του ανικανοποίητου και συχνά νιώθει πλήξη και ανία. Οι διαπροσωπικές του σχέσεις είναι επιφανειακές, γιατί ακριβώς φοβάται να εμπλακεί συναισθηματικά, παρ’ όλο που το ζητά απελπισμένα. Έτσι κάνει σχέσεις δια μέσου της ουσίας, η οποία του δίνει την ψευδαίσθηση της σιγουριάς για τον εαυτό του, τον κάνει να νιώθει δυνατός, κοινωνικός και ευχάριστος. Η σχέση του με την ουσία χαρακτηρίζεται από μια έντονη παρόρμηση να κάνει χρήση. Δεν υπάρχει μια ειδική δομή προσωπικότητας του τοξικομανή (Μπινιώρη, 2006).
Πέρα, όμως, από τα διαγνωστικά κριτήρια η εξάρτηση είναι ένα μείζον κοινωνικό πρόβλημα με πολλαπλές αιτίες και σοβαρές επιπτώσεις τόσο για τη ζωή του εξαρτημένου, όσο και για τον κοινωνικό του περίγυρο, που πολλές φορές τον εμπλέκει και με το ποινικό σύστημα. Χρήση ψυχοδραστικών ουσιών παρατηρείται από τα πανάρχαια χρόνια σε όλους τους πολιτισμούς, και ήταν ενταγμένη στα πλαίσια θρησκευτικών τελετών ή άλλων σημαντικών κοινωνικών στιγμών. Η χρήση, όμως, διαφέρει από την εξάρτηση, η οποία αποτελεί κοινωνικό φαινόμενο της δικής μας εποχής (Μπινιώρη, 2006).
Η τοξικοεξάρτηση είναι ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο, αποτέλεσμα συνάρτησης βιολογικών, ψυχολογικών, κοινωνικών, οικονομικών και πολιτισμικών παραγόντων. Είναι κατ’ αρχήν ένας τρόπος ζωής όπου η ψυχοδραστική ουσία έχει εκτοπίσει σχέσεις, ενδιαφέροντα, στόχους, ασχολίες και αξίες, αφαιρώντας κάθε νόημα από αυτή τη ζωή. Η τοξικοεξάρτηση εγκαθίσταται μετά από τη συνάντηση μιας ουσίας με μια ανώριμη και ψυχολογικά ευάλωτη και διαταραγμένη προσωπικότητα, η οποία ανήκει σε μία δυσλειτουργική οικογένεια. Για να μετεξελιχθεί αυτή η «συνάντηση» σε «μόνιμη σχέση» παίζουν ρόλο η συγκεκριμένη στιγμή και το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο (Μπινιώρη, 2006).
Οι κοινωνικές αιτίες της εξάρτησης πρέπει να αναζητηθούν στην κρίση των κοινωνικών αξιών, στον ανταγωνισμό και την εμπορευματοποίηση, στο άγχος και το στρες της καθημερινότητας, στην ανεργία και τη φτώχεια, στον κοινωνικό αποκλεισμό, στην πλήρη αποξένωση του ανθρώπου, στον ατομισμό και την έλλειψη επικοινωνίας ακόμα και μέσα στην οικογένεια (Μπινιώρη, 2006).
Τα άτομα συνήθως σε νεαρή εφηβική ηλικία, θα δοκιμάσουν κάποια ουσία από περιέργεια, ή λόγω μίμησης, για να πειραματιστούν ή λόγω της παρέας, γιατί θα τους γοητεύσει το απαγορευμένο ή γιατί απλώς υπάρχει μεγάλη διαθεσιμότητα ναρκωτικών. Δεν θα γίνουν όλοι εξαρτημένοι. Η έρευνα του ΕΚΤΕΠΝ (Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης για τα Ναρκωτικά) για το 2003 αναφέρει ότι το 14,9% του μαθητικού πληθυσμού έχει κάνει χρήση τουλάχιστον μια φορά κάποιας παράνομης ουσίας (Μπινιώρη, 2006).
Ο έφηβος που θα «κολλήσει» στα ναρκωτικά, μετά την πρώτη επαφή, θα το κάνει:
·        Για να νιώσει διαφορετικός.
·        Για να ενταχθεί σε μια ομάδα και να αποκτήσει ένα κοινωνικό ρόλο και μια ταυτότητα.
·        Για να αισθανθεί δυνατός, ενάντια στην ανασφάλεια και τη μοναξιά του.
·        Για να υποφέρει λιγότερο από την επιθετικότητα των άλλων και από τις εσωτερικές του συγκρούσεις.
·        Για να καλύψει τα εσωτερικά του κενά, να ναρκώσει τον ψυχικό του πόνο άμεσα και γρήγορα και να ισορροπήσει την ασταθή ψυχική του οργάνωση.
·        Για να αντέξει την προσωπική του κρίση και τη ζωή του.
·        Για να δραπετεύσει, να «φύγει», από την οικογένεια και τα προσωπικά η κοινωνικά του προβλήματα (Μπινιώρη, 2006).
Η οικογένεια σε αυτές τις περιπτώσεις παρουσιάζει βαθιά διαταραγμένη επικοινωνία μεταξύ των μελών της, έντονες συγκρούσεις και απουσία έκφρασης συναισθημάτων. Οι γονεϊκοί ρόλοι είναι ασαφείς και απουσιάζουν οι σταθεροί κανόνες και τα όρια. Πολύ συχνή μπορεί να είναι η βία και η χρήση αλκοόλ ή άλλων ουσιών από τους γονείς. Υπάρχει μεγάλη συχνότητα χωρισμών ή συγκρούσεων μεταξύ των γονέων που εκτονώνονται ή διευθετούνται μέσω των παιδιών. Η τοξικομανία του παιδιού, λοιπόν, είναι ένα σύμπτωμα της ψυχοπαθολογίας της οικογένειας και όχι αυτό καθεαυτό το πρόβλημα της οικογένειας.
Συχνά η χρήση συνυπάρχει με μια ψυχική διαταραχή. Σύμφωνα με κάποιες μελέτες στο 40-60% των διαταραχών της διάθεσης (κυρίως η κατάθλιψη) συνυπάρχει με εξάρτηση από ουσίες. Το 50-60% των τοξικομανών παρουσιάζει κάποια διαταραχή προσωπικότητας με συχνότερες τη μεταιχμιακή και την αντικοινωνική διαταραχή. Μπορεί, επίσης, να συνυπάρχουν με την εξάρτηση ουσιών ψυχώσεις, όπου η ουσία χρησιμοποιείται προκειμένου να καλύψει ψυχωσικά συμπτώματα (Μπινιώρη, 2006).
Η εδραίωση της εξάρτησης από ουσίες δε γίνεται δια μιας, καθώς φαίνεται να ξεχωρίζουν τέσσερα στάδια:
  1. ο πειραματισμός: συνήθως η πρώτη επαφή με τις ουσίες γίνεται μεταξύ της ηλικίας των 13-15 ετών. Η συχνότερη ουσία έναρξης είναι η κάνναβη. Η χρήση γίνεται στην παρέα, χωρίς σημαντικές συνέπειες και η διάθεση είναι ευχάριστη.
  2. η ενεργή αναζήτηση: αρχίσει η συναναστροφή με χρήστες και η αναζήτηση και αγορά της ουσίας για προσωπική χρήση και ευχαρίστηση απέναντι σε κάποια συναισθήματα δυσφορίας. Εμφανίζονται κάποιες πρώτες συνέπειες, μικρές ακόμα, στην υγεία, την εργασία και τα οικονομικά.
  3. ενασχόληση:εμφανίζεται αποστασιοποίηση και απόσυρση από το κοινωνικό περιβάλλον, αυξάνεται η δόση και ο χρόνος που καταναλώνεται για την ανεύρεσή της. Παρουσιάζονται διαταραχές στη διατροφή και τον ύπνο καθώς και ένα αίσθημα δυσφορίας, όταν δεν υπάρχει δόση. Η απόδοση στην εργασία πέφτει και αυξάνονται τα οικονομικά προβλήματα. Το άτομο σε αυτό το στάδιο προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του και τους άλλους ότι ελέγχει τη χρήση.
  4. εξάρτηση: σε αυτό το στάδιο έχει χαθεί κάθε έλεγχος της χρήσης. Το άτομο έχει στερητικά συμπτώματα, αν δεν κάνει χρήση. Καθοδηγείται από τις παρορμήσεις του και από τη σωματική του ανάγκη. Πλέον η χρήση γίνεται τρόπος ζωής που εκτοπίζει οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα (Μπινιώρη, 2006).
Αν δε διακοπεί αυτή η πορεία από την οικειοθελή ένταξη του χρήστη σε κάποιο πρόγραμμα απεξάρτησης συνήθως καταλήγει σε θάνατο. Κατά την περίοδο της χρήσης ουσιών το άτομο βιώνει έντονα ψυχολογικά και κοινωνικά προβλήματα. Κατά περιόδους νιώθει ενοχές, πέφτει σε κατάθλιψη και απογοήτευση, μπορεί να προβεί σε αυτοτραυματισμούς ή και σε απόπειρες αυτοκτονίας, έρχεται αντιμέτωπος με τον θάνατο φίλων, αποξενώνεται και περιθωριοποιείται. Κυκλοφορεί ως ζωντανός νεκρός, ενώ η ζωή του χαρακτηρίζεται από μιζέρια και εξευτελισμούς (μπορεί να διαμένει σε άθλια καταλύματα, να ζητιανεύει ή ακόμα και να εκπορνεύεται προκειμένου να βρει λεφτά για τη δόση του). Αρκετοί χρήστες εμπλέκονται σε παραβατικές πράξεις και καταλήγουν στη φυλακή.
Οι τοξικοεξαρτημένοι που εμπλέκονται με την παρανομία και συχνά καταλήγουν στη φυλακή δεν αποτελούν μια ομοιογενή ομάδα. Μπορούμε να διακρίνουμε 3 ομάδες που σχετίζονται και με το είδος των αδικημάτων:
  1. χρήστες ουσιών σε αρχικό στάδιο: η χρήση βρίσκεται σε πειραματικό στάδιο και γίνεται κυρίως για διασκέδαση. Τα αδικήματα δεν είναι σοβαρά και τελούνται είτε από κακή κρίση, είτε υπό την επήρεια ουσιών.
  2. εξαρτημένοι: η καθημερινή τους ζωή είναι αφιερωμένη στη χρήση και την ανεύρεσή της. Τα αδικήματα που διαπράττουν είναι κλοπές και απάτες ή έχουν να κάνουν με τη διακίνηση μικροποσοτήτων ναρκωτικών (βαποράκια), και το κίνητρο είναι η ανεύρεση χρημάτων για την εξασφάλιση της δόσης και την αποφυγή στερητικού συνδρόμου.
εγκληματογενείς χρήστες: ενστερνίζονται την υποκουλτούρα της παραβατικότητας και η χρήση έρχεται ως δευτερεύον πρόβλημα σε σχέση με την εγκληματική δραστηριότητα. Τα αδικήματα που διαπράττουν είναι σοβαρά και συχνά βίαια, ασχολούνται συχνά με εμπόριο ναρκωτικών, σχεδιάζουν τις κινήσεις τους και το κίνητρό τους είναι το προσωπικό όφελος (Μπινιώρη, 2006).

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
 Με το σύγγραμμα αυτό προσπαθήσαμε να φέρουμε σε επαφή τους συναδέλφους που έχουν επωμιστεί τη μεγάλη ευθύνη της φύλαξης (εσωτερικής και εξωτερικής) των κρατουμένων με την Επιστήμη της Ψυχολογίας. Την ιστορία της, τις βασικές θεωρίες της, τις μεγαλύτερες θεραπευτικές σχολές της, τις κυριότερες κατηγορίες ψυχοπαθολογίας. Και μαζί, εκείνα τα επιστημονικά δεδομένα και ευρήματά της που μπορούν να τους βοηθήσουν στο δύσκολο έργο τους.
Ένα σημαντικό κεφάλαιο στο οποίο εστιάσαμε ιδιαιτέρως είναι αυτό της Επικοινωνίας και των Ανθρώπινων Σχέσεων, καθώς και της Ψυχολογίας της Ομάδας. Πιστεύουμε ακράδαντα -και η καθημερινή βιωματική εμπειρία μας στα Καταστήματα Κράτησης μάς επιβεβαιώνει- ότι όταν έχουμε βασικές γνώσεις σαν τις παραπάνω και, ακόμη περισσότερο, όταν έχουμε εκπαιδευτεί βιωματικά και αναπτύξει τις σχετικές δεξιότητες (επικοινωνίας, σχέσεων και δυναμικής ομάδας) μπορούμε με καλύτερο και αποτελεσματικότερο τρόπο να αντιμετωπίζουμε τις προκλήσεις και τις απαιτήσεις του λειτουργήματός μας ως Σωφρονιστικοί Υπάλληλοι.
Η Ψυχολογία της Εργασίας είναι ένας ακόμη γνωστικός σταθμός σε αυτή την προσπάθεια. Γιατί όχι μόνο συμπεριλαμβάνει επιστημονικές πληροφορίες και τρόπους προφύλαξης και αντιμετώπισης για σημαντικά ψυχολογικά φαινόμενα στους χώρους εργασίας (εργασιακό άγχος, κόπωση, επαγγελματική εξουθένωση), αλλά και γιατί -κυρίως- αυτή η συγκεκριμένη εργασιακή συνθήκη (φύλαξη και σωφρονισμός) απαιτεί έναν πολύ ιδιαίτερο εργασιακό – ψυχολογικό εξοπλισμό για την ομαλή επιτέλεσή της.
Το κεφάλαιο της Παραβατικότητας – Εγκληματικότητας, με την ειδική αναφορά του στην ψυχολογία του κρατούμενου αλλά και στη θεματική της ουσιοεξάρτησης, αποτελεί ένα συμπλήρωμα στον κορμό των γνώσεων που θεωρούμε ότι χρειάζεται ένας σωφρονιστικός υπάλληλος να διαθέτει, τόσο για τον γνωστικό όσο και για το συμπεριφορικό εξοπλισμό του. 
Το κεφάλαιο της Βιβλιογραφίας αποτέλεσε ένα στοίχημα για εμάς κατά τη συγγραφή αυτής της εργασίας. Όχι μόνο γιατί θεωρούμε ότι από αυτήν φαίνεται πραγματικά η σοβαρότητα και εν τέλει επιστημονικότητα μιας τέτοιας προσπάθειας. Αλλά και γιατί μόνο μια επιστημονικά συγκροτημένη μελέτη, βασιζόμενη πάνω σε ισχυρή επιστημονική βιβλιογραφία, μπορεί να δώσει το απαιτούμενο κύρος και να εξασφαλίσει την εγκυρότητα και αξιοπιστία μιας συγγραφικής και εκπαιδευτικής απόπειρας. Επιπλέον δε, εκτιμούμε ότι μετά και το πέρας του εκπαιδευτικού προγράμματος, όσοι από τους συμμετέχοντες επιθυμούν, μπορούν να έχουν στα χέρια τους ένα εργαλείο, με πηγές για όλες τις θεματικές περιοχές που διδάχθηκαν και που μπορεί να χρειαστούν στην πορεία της επαγγελματικής τους ανάπτυξης. 
Η εργασία αυτή κλείνει με την παράθεση των δύο, σύντομων, Βιογραφικών Σημειωμάτων των συγγραφέων. Κι αυτό για να μπορούν οι χρήστες αυτών των σημειώσεων, αφενός, να έχουν μια κριτική γνώμη για το επίπεδο επιστημονικότητας των εισηγητών, αφετέρου να έχουν τη δυνατότητα -σε όποια στιγμή της καριέρας τους το χρειαστούν- να απευθυνθούν σε αυτούς, ανάλογα με την εξειδίκευσή τους, και να ζητήσουν τη συναδελφική – επιστημονική συνδρομή τους.
Κλείνοντας, θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε από καρδιάς όλους τους συναδέλφους μας Ψυχολόγους του Υπουργείου Δικαιοσύνης που πριν από εμάς -πρωτοπόροι στο έργο τους- κατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες και έβαλαν τις βάσεις για να υπάρξει με σοβαρότητα και αξιοπρέπεια και ο δικός μας κλάδος σε αυτό το πολύπλοκο και πολυσύνθετο παζλ ειδικοτήτων που ο χώρος της κράτησης και του σωφρονισμού  απαιτείται να διαθέτει. Καθώς, επίσης, και εκείνους τους υπηρεσιακούς παράγοντες του Υπουργείου μας που μας εμπιστεύτηκαν και μας ανέθεσαν αυτό το έργο, εκτιμώντας ότι ήρθε πια ο καιρός και το εκπαιδευτικό και επιστημονικό έργο να αναβαθμιστεί και το επιστημονικό ανθρώπινο δυναμικό που διαθέτει να αξιοποιηθεί.
Στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, δεσμευόμαστε ότι θα προσπαθήσουμε, με βάση και τις επισημάνσεις, παρατηρήσεις και προτάσεις όλων σας -στις οποίες όχι μόνο είμαστε ανοικτοί αλλά και τις θεωρούμε αναγκαίες- να επανέλθουμε με μια νεότερη, πληρέστερη και κατά το δυνατόν πιο βελτιωμένη έκδοση.
Ζ. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
 q       ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ Ε., «Αρχές λειτουργίας ομάδων», εκπαίδευση εθελοντών κοινωνικής πρόνοιας Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, Πάτρα, 2009
q       ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ Ε., «Ο ρόλος του κλινικού ψυχολόγου στα καταστήματα κράτησης», στο «Κλινική Ψυχολογία στην πράξη», Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2008
q       ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ Ε. & ΚΑΤΣΙΒΑΡΔΑ Κ., «Τρεις προσεγγίσεις στην Ψυχοθεραπεία, Γκλόρια, (μελέτη περίπτωσης)», Πανεπιστήμιο Πατρών, 2005.
q       ΑΡΒΑΝΙΤΙΔΗΣ, Α., Στοιχεία Ψυχολογίας, σημειώσεις από την παράδοση μαθημάτων στη Σχολή Προσωπικού Καταστημάτων Κράτησης, 2007
q       ΑΣΗΜΟΠΟΥΛΟΣ ΧΑΡΗΣ, Η καθημερινή ζωή στο ψυχιατρείο. Μορφές ιδρυματισμού και ιδρυματικής κακοποίησης, Αθήνα, Καστανιώτης, 2005  
q       BERNE ERIC, Παιχνίδια που Παίζουν οι Άνθρωποι – Η Ψυχολογία των Ανθρωπίνων Σχέσεων, Αθήνα, Δίοδος, 1999
q       BERNSTEIN D.A., CLARKE-STEWART, A., ROY, E.J., & WICKENS, C.D. (Eds), Psychology, The Houghton Mifflin Company, Boston, New York, Houghton Mifflin Company, 1997
q       BLANCHET ALAIN & TRONGON ALAIN, Ψυχολογία Ομάδων, Αθήνα, Σαββάλας, 1997
q       CORSINI, R. J. & WEDDING D., Current Psychotherapies, Illinois (U.S.A.), Peacock Pyblishers, 1995
q       ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Σ., Εκπαιδεύοντας Ψυχολόγους στη Συμβουλευτική. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2003
q       ΓΚΑΡΝΕΡ ΑΛΑΝ, Η τέχνη της επικοινωνίας, Αθήνα, Πατάκη, 2000
q       DAVIES RODNEY, Η γλώσσα του προσώπου, Αθήνα, Έσοπτρον, 1995
q       ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ, Συμβουλευτική και Συμβουλευτική Ψυχολογία, Αθήνα, Γρηγόρη, 2002
q       ΕΥΔΟΚΙΜΟΥ–ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Ρ., Δραματοθεραπεία – Μουσικοθεραπεία, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1999
q       DOUGLAS TOM, Η Επιβίωση στις Ομάδες, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1997
q       FINE S. & GLASSER P., «Η επιβοηθητική συνέντευξη κατά την πρώτη συνεδρία» Αθήνα, Gutenberg – Δαρδανός, 2008
q       FRANKL VICTOR E., Αναζητώντας νόημα ζωής και ελευθερίας, Αθήνα, Ταμασός, 1979
q       FRANKL VICTOR E., Ψυχοθεραπεία και Υπαρξισμός - Η Λογοθεραπεία στην πράξη, Αθήνα, Ταμασός, 1987
q       GELLERT S. D., Όμοιος ομοίω... ζευγαρώνει, Αθήνα, Διογένης, 1983
q       GOLEMAN DANIEL, Η Συναισθηματική Νοημοσύνη - Γιατί το «EQ» είναι πιο σημαντικό από το «IQ», Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1997
q       HEIDEN, L., HERSEN M., Εισαγωγή στην Κλινική Ψυχολογία, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1999
q       IVEY A. E. & GLUCKSTERN N. B., Συμβουλευτική: Βασικές Δεξιότητες Επιρροής, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1995
q       IVEY A. E., GLUCKSTERN N. B., BRADFORD IVEY M., Συμβουλευτική Μέθοδος Πρακτικής Προσέγγισης, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1996
q       ΚΑΝΤΑΣ, Α., Οργανωτική – Βιομηχανική Ψυχολογία (μέρος 1ο), Αθήνα, Ελληνικά Γράμματ, 1993
q       ΚΑΝΤΑΣ, Α., Οργανωτική – Βιομηχανική Ψυχολογία (μέρος 3ο), Αθήνα, Ελληνικά Γράμματ, 1995
q       ΚΙΡΝΑΝ, Τ., Ψυχοθεραπεία, Αθήνα, Επίκουρος, 1977
q       ΚΟΣΜΑΤΟΣ Ε. N., Εκπαίδευση Εκπαιδευτικών στην Επικοινωνία και τις Ανθρώπινες Σχέσεις, με έμφαση στην Παιδαγωγική Σχέση. Ανθρωπιστική, Σχεσιοδυναμική και Προσωποκεντρική Προσέγγιση, Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Πατρών, ΠΤΔΕ, Πάτρα, 2010
q       ΚΟΣΜΑΤΟΣ E. N., Η Ψυχή… στη Φυλακή: Μια Πρόκληση Ελευθερίας, επιστημονική ημερίδα Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Αθήνα, 2009
q       ΚΟΣΜΑΤΟΣ Ε. N. & ΚΑΡΟΥΚΑΝΙΔΗΣ – ΚΑΤΑΚΗΣ Κ., Ανάγκη Επικαιροποίησης και Αναπλαισίωσης του Ρόλου των Ψυχολόγων στο Σωφρονιστικό Σύστημα, 1η Πανελλήνια Επιστημονική Συνάντηση Επαγγελματιών Ψυχικής Υγείας Υπουργείου Δικαιοσύνης, Αθήνα, 2007
q       ΚΟΣΜΑΤΟΣ Ε. N. , Ανθρωπιστική Ψυχολογία: Για μια άλλη ματιά στη στήριξη – επικούρηση του ανθρώπου, επιστημονική ημερίδα Σχολής Γονέων, Πάτρα, 2002
q       ΚΟΣΜΑΤΟΣ Ε. N., Μέθοδοι και Τεχνικές Εκπαίδευσης Ενηλίκων – Επικοινωνία και Ψυχολογία Ομάδας,  Πρόγραμμα εκπαίδευσης εκπαιδευτών - πολιτικού προσωπικού Γ.Ε.ΕΘ.Α., ΚΕΚ Πανεπιστημίου Πατρών, Πάτρα, 2000 
q       ΚΟΣΜΑΤΟΣ Ε. N., Για μια Ανθρωπιστική, Σχεσιοδυναμική και Προσωποκεντρική Εκπαιδευτική Πραγματικότητα: Ιστορική Θεμελίωση, Θεωρητικές Αποσαφηνίσεις και Εννοιολογικοί Προσδιορισμοί, Μεταπτυχιακή Διατριβή, Πανεπιστήμιο Πατρών, ΠΤΔΕ, Πάτρα, 1998
q       ΚΟΣΜΑΤΟΣ Ε. N., Σχεσιοδυναμική Παιδαγωγική του Προσώπου – Μια σύγχρονη ψυχοπαιδαγωγική πρόταση της Ανθρωπιστικής Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας, Σεμινάριο Ερευνών (Γ΄ Φάση) Μονάδας Σχεσιοδυναμικής Παιδαγωγικής και Συμβουλευτικής του Προσώπου, Πανεπιστήμιο Πατρών, ΠΤΔΕ, Πάτρα, 1997
q       ΚΟΣΜΑΤΟΣ Ε. N., Η Δυναμική των Συμπληρωματικών Αντιθετοτήτων στη Σχεσιοδυναμική Παιδαγωγική του Προσώπου, Σεμινάριο Ερευνών (Β΄ Φάση) Μονάδας Σχεσιοδυναμικής Παιδαγωγικής και Συμβουλευτικής του Προσώπου, Πανεπιστήμιο Πατρών, ΠΤΔΕ, Πάτρα, 1996
q       ΚΟΣΜΑΤΟΣ Ε. N., Το φαινόμενο του επαγγελματικού άγχους και της επαγγελματικής εξουθένωσης του Έλληνα εκπαιδευτικού. Πιθανοί αιτιολογικοί παράγοντες, επιπτώσεις, προτάσεις, Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Πατρών, ΠΤΔΕ, Πάτρα, 1996
q       ΚΟΣΜΙΔΟΥ-HARDY ΧΡΥΣΟΥΛΑ & ΓΑΛΑΝΟΥΔΑΚΗ-ΡΑΠΤΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑ, Συμβουλευτική – Θεωρία και Πρακτική, Αθήνα, Εκδ. Ασημάκης,1996
q       ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ Α. Β., ΜΟΥΛΑΔΟΥΔΗΣ Γ. Α., O Carl Rogers & η προσωποκεντρική του θεωρία για την ψυχοθεραπεία και την εκπαίδευση, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2003
q       ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ, Α., Το σχολείο πέθανε. Ζήτω το σχολείο του Προσώπου, Αθήνα, Γρηγόρη, 1990
q       LLOYD, P. & MAYES, A., Introduction to Psychology, London, Fontana Press, 1986
q       ΜΑΛΙΚΙΩΣΗ - ΛΟΪΖΟΥ Μ., Συμβουλευτική Ψυχολογία, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1999
q       ΜΑΝΟΣ Ν., Βασικά Στοιχεία Κλινικής Ψυχιατρικής, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 1997
q       MASLOW ABRAHAM H., Ψυχολογία της Ύπαρξης, Αθήνα, Δίοδος, 1995
q       MAY ROLLO, Υπαρξιακή Ψυχολογία, Αθήνα, Επίκουρος, 1980
q       ΜΕΡΥ ΤΟΝΥ, Πρόσκληση στην προσωποκεντρική προσέγγιση, Αθήνα, Καστανιώτης, 2002
q       ΜΠΙΝΙΩΡΗ Α., Στοιχεία Ψυχολογίας, σημειώσεις από την παράδοση μαθημάτων στη Σχολή Προσωπικού Καταστημάτων Κράτησης, 2006
q       ΜΠΛΟΥΜΦΙΛΝΤ ΧΑΡΟΛΝΤ, Κάντε ειρήνη με τον εαυτό σας – Το σύνδρομο του Αχιλλέα: Μετατρέποντας τα τρωτά σας σημεία σε δύναμη, Αθήνα, γλάρος, 1992
q       MYERS D, Psychology, New York, Worth Publishers, 1995
q       OLEARY, E., Η θεραπεία Γκεστάλτ, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1995
q       PERVIN, L.& JOHN, O., Θεωρίες Προσωπικότητας, Έρευνα και Εφαρμογές, Αθήνα, Τυπωθήτω – Δαρδανός, 2001
q       ΠΑΠΑΔΑΚΗ-ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ, Η σιωπηλή γλώσσα των συναισθημάτων Η μη λεκτική επικοινωνία στις διαπροσωπικές σχέσεις, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1997
q       PEASE ALLAN, Η Γλώσσα του Σώματος, Αθήνα, Έσοπτρον, 1991
q       ΠΕΚ ΣΚΟΤ, Ο δρόμος ο λιγότερο ταξιδεμένος, Αθήνα, Κέδρος, 1988
q       ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΣ Γ. και συνεργάτες, Θεωρίες Προσωπικότητας και Κλινικές Πρακτικές, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1998
q       ROGERS CARL, Ομάδες Συνάντησης, Αθήνα, Δίοδος, 1991
q       ROGERS CARL, On Becoming A Person, Boston, Houghton Mifflin, 1961, p. 37-38
q       ROGERS CARL, Empathic: an unappreciated way of being, The Counseling  Psychologist, 1975, 5 (2), 2-10
q       SATIR VIRGINIA, Πλάθοντας Ανθρώπους, Αθήνα, Κέδρος, 1989
q       SATIR VIRGINIA, Ανθρώπινη επικοινωνία – Καλύτερες σχέσεις με τον εαυτό μας και τους άλλους, Αθήνα, Δίοδος, 1995
q       SATIR VIRGINIA, Τα πολλά σου πρόσωπα. Το πρώτο βήμα για να σε αγαπήσουν, Αθήνα, Δίοδος, 1997
q       SATIR VIRGINIA, Κατανόησε τον εαυτό σου, Αθήνα, Δίοδος, 1998
q       VERDERBER RUDOLF F., Η Τέχνη της Επικοινωνίας, Αθήνα, Έλλην, 1998
q       ΦΡΟΫΝΤ, Σ., Η Ερμηνεία των Ονείρων, Αθήνα, Επίκουρος, 1995
q       ΧΑΡΡΙΣ ΤΟΜΑΣ, Είμαι οκέυ - Είσαι οκέυ... – Ψυχολογία των καθημερινών ανθρωπίνων σχέσεων, Αθήνα, Καστανιώτης, 1997
 ΠΗΓΕΣ από INTERNET
Η. ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

Σύντομο Βιογραφικό Σημείωμα Ευάγγελου Ν. Κοσμάτου
 Ο Ευάγγελος Ν. Κοσμάτος γεννήθηκε στην Πάτρα το 1970.
Σπούδασε Φιλοσοφία Παιδαγωγική και Ψυχολογία με ειδίκευση στην Ψυχολογία, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. 
Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στις Επιστήμες της Αγωγής με ειδίκευση στη Σχολική Ψυχολογία και Συμβουλευτική, στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Εκεί  συνεχίζει τη διδακτορική διατριβή του σε θέματα Επικοινωνίας και Ανθρώπινων Σχέσεων.
Εργάστηκε ως:
  • Ψυχολόγος - Σύμβουλος Ψυχοκοινωνικής Στήριξης Γυναικών στο ΚΕΘΙ Πάτρας, όπου και διετέλεσε Αναπληρωτής Διευθυντής και στη συνέχεια  Περιφερειακός Συντονιστής Δυτικής Ελλάδος του ΚΕΘΙ.
  • Ψυχολόγος - Σύμβουλος Γονέων στη Σχολή Γονέων του Δήμου Πάτρας και σε Σχολές Γονέων του Υπουργείου Παιδείας στο Νομό Αχαΐας.
  • Σύμβουλος Σταδιοδρομίας στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας Πάτρας.
  • Ειδικός Συμβουλευτικής Εφήβων Μαθητών σε Σχολεία των Νομών Αχαΐας και Αιτωλοακαρνανίας.
  • Ψυχολόγος - Σύμβουλος Παιδιών, Εφήβων, Γονέων και Ψυχοθεραπευτής - Ομαδικός Θεραπευτής σε Ιδιωτικό Συμβουλευτικό Κέντρο.
  • Εκπαιδευτής Εκπαιδευτικών και Συμβούλων στη ΣΕΛΕΤΕ Πάτρας.
  • Εκπαιδευτής Εκπαιδευτικών και Φοιτητών στο Πανεπιστήμιο Πατρών.
  • Ερευνητής – Αξιολογητής Εθνικών και Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων.
  • Ερευνητής σε θέματα Ουσιών και Αλκοόλ. 
Είναι σε συνεχή ενημέρωση – κατάρτιση – επιμόρφωση στις ακόλουθες επιστημονικές περιοχές:
*      Συμβουλευτική Ψυχολογία – Ψυχοθεραπεία
*      Συμβουλευτική Σταδιοδρομίας
*      Γυναικεία Θέματα – Ισότητα – Συμβουλευτική Γυναικών
*      Συμβουλευτική Γονέων
*      Εκπαίδευση Ενηλίκων 
*      Ψυχολογία των Εξαρτήσεων
*      Επιστήμες της Αγωγής
Έχει εκπονήσει και συμμετάσχει σε σημαντικό αριθμό ερευνών, σε θέματα Παιδαγωγικής, Ψυχολογίας και Συμβουλευτικής.
Έχει εισηγηθεί και δημοσιεύσει μελέτες και άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά, σεμινάρια, ημερίδες και συνέδρια.
Μιλάει άπταιστα την Αγγλική Γλώσσα (Certificate of Proficiency in EnglishUniversity of Cambridge, U.K.) και χρησιμοποιεί με επάρκεια τις Νέες Τεχνολογίες (Η/Υ, Ms Windows, Ms Office, Internet).
Είναι μέλος ελληνικών και διεθνών επιστημονικών ενώσεων και εταιριών.
Από το Φεβρουάριο του 2007 ανήκει στο επιστημονικό δυναμικό του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και εργάζεται ως Ψυχολόγος στο Κατάστημα Κράτησης Γυναικών. Είναι, επίσης, Αντιπρόεδρος στο Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου Επιστημόνων Υγείας του Υπουργείου  (Σ.Ε.Υ. – Υ.Δ.).
 

Σύντομο Βιογραφικό Σημείωμα Ελένης Σ. Αθανασοπούλου

Η Ελένη Αθανασοπούλου γεννήθηκε στην Πάτρα το 1979. Σπούδασε Ψυχολογία στο τμήμα Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και αποφοίτησε το 2001. Στη συνέχεια πήρε μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών από το Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Πατρών με τίτλο «Συμβουλευτική στο χώρο της Εκπαίδευσης και στα επαγγέλματα στήριξης του Ανθρώπου: προσωποκεντρική – σχεσιοδυναμική και οικοσυστημική προσέγγιση».
Κατά τη διάρκεια των σπουδών της (προπτυχιακών και μεταπτυχιακών) υπήρξε υπότροφος του Ι.Κ.Υ.
Έχει εργασθεί σε πεδία όπως:
  • Ψυχολογική υποστήριξη στην Ειδική Αγωγή και δράσεις ενσωμάτωσης (έρευνα και παρέμβαση σε ειδικό & γενικό δημοτικό σχολείο).
  • Ψυχοπαιδαγωγικές παρεμβάσεις και συμβουλευτική στήριξη οικογένειας (ιδιωτικό συμβουλευτικό κέντρο).
  • Συμβουλευτική στήριξη ατόμων & ομάδων (ιδιωτικό συμβουλευτικό κέντρο).
  • Ψυχοθεραπεία (ατομικά και ομαδικά) (ιδιωτικό συμβουλευτικό κέντρο).
  • Συντονισμός κλαμπ οικογενειών με προβλήματα από το αλκοόλ (μέθοδος Hudolin).
  • Οργάνωση επιστημονικών συνεδρίων (επικουρικό έργο στο Π.Τ.Δ.Ε., Πανεπιστημίου Πατρών).
  • Σχεδιασμός και υλοποίηση εκπαίδευσης εκπαιδευτικών (Ελληνική Σχεσιοδυναμική Εταιρεία).
  • Σχολές Γονέων (Δήμος Πατρέων).
  • Εκπαιδεύτρια εθελοντών Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού σε θέματα ψυχολογίας.
  • με ομιλίες σε σχολεία, συλλόγους και αθλητικά σωματεία.
Εξακολουθεί την επιστημονική της ενημέρωση με την παρακολούθηση συνεδριών και σεμιναρίων, όπως: διαχείρισης συγκρούσεων, εξάρτηση και απεξάρτηση (τοξικόεξάρτηση και εξάρτηση από το αλκοόλ), ποινικό σύστημα σε θέματα εξαρτήσεων και διεθνείς πρακτικές, σεμινάρια προσωπικής ανάπτυξης, ατομική και ομαδική συμβουλευτική και ψυχοθεραπεία, οικογενειακή θεραπεία, προσωποκεντρική και υπαρξιακή ψυχολογία.
Πραγματοποίησε ανακοίνωση στο πανελλήνιο Συνέδριο της Ελ.Ψ.Ε. για την εφαρμογή της κλινική ψυχολογίας στα Καταστήματα Κράτησης.
Έχει συμμετάσχει σε εκδόσεις με το άρθρο «Ο ρόλος του κλινικού ψυχολόγου στα καταστήματα κράτησης», στο βιβλίο «Κλινική Ψυχολογία στην πράξη» (Ελληνικά Γράμματα, 2008) και με ακόμα ένα άρθρο στο συλλογικό βιβλίο «Ο Αλέξανδρος Β. Κοσμόπουλος και η Σχεσιοδυναμική Παιδαγωγική». Τέλος έχει μεταφράσει στα ελληνικά το βιβλίο «Η επιβοηθητική συνέντευξη κατά την πρώτη συνεδρία» που κυκλοφόρησε το 2008 από τις Εκδόσεις Gutenberg – Δαρδανός.
Μιλάει άπταιστα αγγλικά (Proficiency) και γαλλικά (Sorbonne) και αρκετά καλά την Ελληνική Νοηματική Γλώσσα. Χρησιμοποιεί με επάρκεια τις Νέες Τεχνολογίες (Η/Υ, Ms Windows, Ms Office, Internet).
Είναι μέλος ελληνικών επιστημονικών ενώσεων και εταιριών (Σύλλογος Ελλήνων Ψυχολόγων, Ελληνική Σχεσιοδυναμική Εταιρεία, κ. ά). και Γραμματέας στο Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου Επιστημόνων Υγείας Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Σ.Ε.Υ. – Υ.Δ.).
Από το Φεβρουάριο του 2007 έως σήμερα ανήκει στο επιστημονικό δυναμικό του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και εργάζεται ως Ψυχολόγος στο Κατάστημα Κράτησης Πατρών.